Η τσαγιέρα

Η κυρία Ερμιόνη είχε μία πανέμορφη βιτρίνα – αντίκα από ξύλο καρυδιάς στο χωλ της. Έπιπλο βαρύ και δεσποτικό! Εκεί μέσα φύλαγε τα «προικιά» της. Κρυστάλλινα σετ ποτηριών, πιάτα επιχρυσωμένα, ασημένια μαχαιροπίρουνα ήταν κάποια από αυτά. Το καλύτερο και το πιο ακριβό προικιό της όμως ήταν μια σκαλιστή τσαγιέρα. Μία λευκή, πανέμορφη τσαγιέρα με επίστρωση από λευκόχρυσο περιμετρικά στο στόμιό της. Συνοδευόμενη από έξι φλιτζάνια τσαγιού, ασορτί, ήταν ό, τι ομορφότερο είχε στο σπίτι της.
 
Την τσαγιέρα, της την είχε αγοράσει ο καπετάνιος θείος της μετά από ένα ταξίδι του στο Λονδίνο όταν η Ερμιόνη ήταν δεκαεφτά. «Κοντοζυγώνει η ώρα που θα παντρευτείς Ερμιονάκι, που θα πάει; Να έχεις τι να δείξεις στο γαμπρό!», της είχε πει και γέλαγαν και τα μουστάκια του. Τελικά ο γαμπρός δεν ήρθε ποτέ και πάλιωνε η τσαγιέρα και κιτρίνιζε μέσα στη δεσποτική βιτρίνα. Ούτε μία φορά δεν την είχε χρησιμοποιήσει η Ερμιόνη και ας την παρακαλούσε η κυρά Φρόσω η φιλενάδα της να πιούνε για μία φορά το τσάι τους σε αυτήν. «Έλα μωρέ Ερμιόνη, βγαλ’την να πιούμε μια φορά το τσάι μας σαν αρχόντισσες!», έλεγε η Φρόσω και φούσκωνε σαν παγώνι προσποιούμενη την αριστοκράτισσα. «Δεν υπάρχει περίπτωση Φρόσω! Κι αν σπάσει κάποιο κομμάτι της; Και αν γδαρθεί; Και αν η μεγάλη αγάπη έρθει -έστω και τώρα- στα εβδομηνταένα μου; Να μην έχω να τον κεράσω ένα αξιοπρεπές τσάι; Να βγάλω τα πρόχειρα δηλαδή; Ξέχασέ το!», την απόπαιρνε τη Φρόσω η Ερμιόνη και εκείνη κατσούφιαζε.
 
Την ίδια στάση κρατούσε και στη ζωή της η Ερμιόνη. Ήταν αρκετά αριστοκρατική γυναίκα μα χαμογελούσε σπάνια. Κάθε πρωί που ξυπνούσε και πλενόταν έβαζε τα σκουλαρίκια με τις πέρλες και το κόκκινο κραγιόν της, άσχετα αν είχε να πάει κάπου ή αν θα έμενε στο σπίτι. Δεν είχε χορέψει ποτέ, δεν είχε τραγουδήσει ποτέ, πάντα συγκρατημένη, πάντα σοβαρή με τα φρύδια της μόνιμα σμιγμένα, σαν να τιμωρούσε τον εαυτό της για κάτι.
 
Ήταν Τρίτη πρωί όταν η Ερμιόνη πήγε να πάρει τις εξετάσεις της από το γιατρό. Οι τελευταίες από μία σειρά εξετάσεων. Εδώ και καιρό είχε δυσβάσταχτους πόνους στο στομάχι και ο γιατρός της την είχε «ξεσκονίσει». Ήλπιζε ότι θα ξεμπέρδευε μ’αυτό τον μπελά πια και θα ξεπερνούσε το πρόβλημα με μια θεραπεία.
 
Τα λόγια του γιατρού της φάνηκαν σαν γερασμένες, άσχημες γυναίκες που είχαν μασκαρευτεί νέες και ωραίες. Όσα φτιασίδια όμως και να είχαν πάνω τους η ασχήμια τους δεν μπορούσε να κρυφτεί. Αμήχανα χαμογελαστός, κάτι της έλεγε για χημειοθεραπείες, για καλπάζουσα μορφή, για κουράγιο, κάτι περίεργα ότι θα το παλέψουν, πράγματα μπερδεμένα και ασυνάρτητα.
 
Έφυγε από το ιατρείο σαν υπνωτισμένη. Πήγε σπίτι, έβγαλε από την ντουλάπα το καλό της βελούδινο φόρεμα στο χρώμα του ρουμπινιού, ανανέωσε το κόκκινο κραγιόν και πήρε τηλέφωνο τη Φρόσω. «Φρόσω ντύσου καλά, όπως απαιτεί η περίσταση και έλα. Απόψε θα πάρουμε το τσάι μας στην καλή την τσαγιέρα». Σαστισμένη η Φρόσω σε λίγη ώρα χτυπούσε το κουδούνι της φίλης της η οποία αδιαφορώντας για την απορία στο βλέμμα της και με περίσσια ηρεμία ετοίμασε το τσάι τους χρησιμοποιώντας την καλή τσαγιέρα. Σ’αυτό το παράξενο σουαρέ δε μίλησε καμιά τους. Μόνο έπιναν το τσάι προσηλωμένες στην τσαγιέρα όταν τη σιωπή έσπασε η -αναπάντεχα- μελωδική φωνή της Ερμιόνης.
 
«Εδώ στου δρόμου τα μισά, έφτασε η ώρα να το πω, άλλα είναι εκείνα που αγαπώ, γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα…»
 
«Κορίτσι μου; Ερμιόνη μου; Τι έπαθες καλή μου; Εσύ ποτέ δεν τραγουδάς…», της αποκρίθηκε με αγωνία η Φρόσω μα αντί για απάντηση η Ερμιόνη  συνέχισε να τραγουδά δυνατά και καθαρά.
 
«Στ’αληθινά, στα ψεύτικα, το λέω και τ’ομολογώ, σαν να’μουν άλλος κι όχι εγώ, μες στη ζωή πορεύτηκα». 
 
Η Φρόσω δε μιλούσε πια πάρα μόνο παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια… 
 
«Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν τα κυνηγά, πάντα, πάντα θα’ ναι αργά. Δεύτερη ζωή δεν έχει». 
 
Αφού τελείωσε το τραγούδι μάζεψε βιαστικά την τσαγιέρα αφήνοντας να της ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια, να πέσει στο πάτωμα και να γίνει χίλια κομμάτια. 
 
«Τα ρω του έρωτα Φρόσω μου. Να το πάρεις από τη βιβλιοθήκη. Να το διαβάσεις Φρόσω μου. Να δεις σε τι μαγικά μέρη μπορεί να σε ταξιδέψει η ποίηση! Και να ζεις! Ακούς; Να ζεις! Μέχρι την τελευταία σου στιγμή να ζεις, όχι μόνο να αναπνέεις!». 
 
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που είπε η Ερμιόνη στη φιλενάδα της. Σε άνθρωπο γενικά. Και τα τελευταία που άκουσε να αντηχούν και στα δικά της αυτιά αφού δεν άφησε τη φίλη της να αρθρώσει κουβέντα. 
 
Σε δύο μέρες η Φρόσω ανησύχησε μετά από τα απανωτά αναπάντητα τηλεφωνήματα που έκανε στη φίλη της και πήγε από το διαμέρισμά της ανοίγοντας με τα κλειδιά που της είχε δώσει. 
 
Η Ερμιόνη κείτονταν νεκρή πάνω στα κομμάτια της τσαγιέρας.
 
Εύα Κοτσίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *