Στο φόβο σου πόνταραν οι λύκοι
Ήρθαν οι λύκοι στην πόλη μεταμφιεσμένοι φίλοι. Είχαν τα δόντια τους καλυμμένα με σφιχτό χαμόγελο. Την αγκαλιά τους έδεσαν με συρματόπλεγμα από λουλούδια. Ήρθαν θέλοντας το κακό σου. Διψούσαν να πιουν από τη χαρά σου. Μα εσένα δε σε γλεντά κανείς. Πόνταραν στο φόβο σου.
Μα δεν υπολόγισαν τη δύναμη σου. Τους ξεγέλασε ο πόνος σου και πίστεψαν θα σε φάνε ζωντανό. Μία κραυγή έβγαλες εσύ ανθρώπινη, μα με ένταση τόσο βροντερή που σκιάχτηκαν και έφυγαν τρέχοντας ξανά πίσω στο βουνό. Τους έδειξες ποιος κάνει κουμάντο στης πόλης τα στενά. Ποιος είναι ο κυρίαρχος στο δικό σου κόσμο. Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο.
Δεν τόλμησαν να πλησιάσουν τα τοίχοι σου ξανά. Κατάλαβαν πως είχαν την ήττα δική τους. Όσο εσύ φοβόσουν σε είχαν δεδομένο. Μα γύρισε ο τροχός και κατάλαβες πως το παιχνίδι είναι ολόδικό σου. Σήκωσες το ανάστημα σου και μπήκαν τα πάντα στη θέση τους. Ξόρκισες τους φόβους σου. Καιρός ήταν.
Εύη Π. Γουργιώτη