Όταν η Εύα συνάντησε τον Κυριάκο

– Σε έψαχνα χρόνια.
Σε ανούσιες συναναστροφές. Ανάμεσα σε πρόσωπα με ψεύτικα, καρφιτσωμένα χαμόγελα επάνω τους. Μέσα στις σελίδες των βιβλίων, στα παραμύθια που διάβαζα παιδί, στους στίχους των αγαπημένων μου τραγουδιών. Στα παραθυρόφυλλα παλιών σπιτιών, στη γεύση από γλυκό κουταλιού – κεράσι κάποια καλοκαιρινά απογεύματα, στα μάτια των ανθρώπων. Σε έψαχνα στις μέρες που διένυα και στις μοναχικές νύχτες μου. Στις υποσχέσεις που μου έδωσαν και έμειναν ανεκπλήρωτες και σε άδειες, αόρατες αγκαλιές που μάταια προσπαθούσα να κουμπώσω πάνω τους το σώμα μου μα… δε σε βρήκα.

– Τι σύμπτωση αγαπημένη…
Κι εγώ σ ‘ αναζητούσα, πίσω απ ‘τη φωτεινή ράχη του ήλιου, στους μοναχικούς μου περιπάτους πλάι στη σιωπηλή θάλασσα της γενέτειρας εκεί κατά το λιόγερμα, στον καπνό του τσιγάρου μου, που πάντοτε σ ‘ έπαιρνε μαζί του, καθώς εκείνος χανόταν ανάμεσα στο γκρίζο και μουντό πέπλο μιας βαριάς και καταθλιπτικής ατμόσφαιρας και στη rock μπαλάντα, που πάντα θαρρούσα πως ήταν για σένα γραμμένη. Σ ‘ αναζητούσα στην ελπίδα και τη γαλήνη του ουράνιου τόξου, στο τεριρέμ των πουλιών τα πρωινά, στο ξεψύχισμα της καταιγίδας και στο σιωπηλό μοιρολόι της ήσυχης βροχής. Σεργιανίζω στους δρόμους πια, φτωχός ζητιάνος, μιας αγάπης που φαίνεται καταδικασμένη να ψυχορραγεί πίσω απ ‘ τα αγκαθωτά ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, ενός ανέραστου και βίαιου κόσμου. Τουλάχιστον αγαπημένη, άφησέ μου το στερνό μου δικαίωμα, να συνεχίσω να σ ‘ αναζητώ, μέχρι τα γόνατά μου να λυγίσουν από το βάρος των δακρύων μου.

– Κάπως έτσι αποφάσισα να σε δημιουργήσω. Άρχισα να γράφω για σένα. Κάθε μέρα σε έπλαθα στο μυαλό μου με τα πιο ακριβά υλικά. Πήρα την καλοσύνη αγίων και την έβαλα στο βλέμμα σου, τη δύναμη αρχαίων ηρώων και την τοποθέτησα στα χέρια σου, τον πόθο ανθρώπων που έχουν καεί ολάκεροι από έρωτα και το σκόρπισα σε όλο το σώμα σου, την αγάπη που έχει ο Θεός για όλα τα πλάσματά του και την ακούμπησα ευλαβικά στα αριστερά του στήθους σου. Τέλος, μάζεψα απ’τον ουρανό όλα εκείνα τα αστέρια που είχαν γίνει από ψυχές καλών ανθρώπων, ανθρώπων που μίσος δεν έμαθαν στη ζωή τους τι θα πει, και στα εμφύσησα για να σου δώσω ψυχή.
Σε είχα πια ολοζώντανο μπροστά μου! Όμορφος σαν άγαλμα, τέλειος σαν θείο πλάσμα μα…όχι αληθινός. Πρόλαβες να μου χαρίσεις ένα γλυκό χαμόγελο κι έπειτα έγινες αστερόσκονη και σκορπίστηκες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Άρπαξα στον αέρα λίγη απ’την αστερόσκονη, τη φύλαξα στο δισάκι μου και κίνησα να σε βρω. Θα σε βρω! Θα σε βρω, αγαπημένε μου, σίγουρα στην άκρη ενός ηλιοβασιλέματος, στην απέναντι μεριά του ουράνιου τόξου που θα βαδίζω ύστερα από μια φθινοπωρινή βροχή, σε μια Ιθάκη ξεχασμένη. Ή απλά στον απέναντι δρόμο να τρέχεις βιαστικός για τη δουλειά, σε ένα παγκάκι να περιμένεις το λεωφορείο, σε έναν μοναχικό περίπατο στο πάρκο της γειτονιάς μου. Ίσως πάλι σε έχω βρει ήδη και σε έχω προσπεράσει. Ίσως σε έχω δει χιλιάδες φορές ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, ένας απλός άνθρωπος από χώμα και νερό, και δε σε αναγνώρισα. Απόψε, αγαπημένε μου όμως, απόψε κιόλας κατά την επιστροφή μου στο σπίτι, θα ανοίξω διάπλατα μάτια, μυαλό και καρδιά και σου υπόσχομαι ότι θα σε βρω!

– Ας αφεθούμε λοιπόν καλή μου νεράιδα, να σμίξουν επιτέλους οι υπάρξεις μας, καθότι τούτη η πεθυμιά γίνεται πόθος που κυρίεψε κι αιχμαλώτισε ολάκερο το σύμπαν. Τι και ποιος δύναται εφεξής να μας στερήσει την ανάγκη να σμίξουν τα χέρια μας, τα ακροδάχτυλά μου να σεργιανίσουν επιτέλους λεύτερα κι ανέμελα ανάμεσα στο αέρινο δαντελένιο φόρεμα των μεταξένιων μαλλιών σου, και τα χείλη μου πόσο καρτερούν να ξεψυχήσουν από έρωτα επάνω στα δικά σου και πόσο μα πόσο η καρδιά μου αδημονεί να χτυπήσει σαν ανόητη τρελή του κόσμου δίπλα στη δική σου. Είμαι αποφασισμένος αγαπημένη μου, ούτε στα όνειρά μου να μην επιτρέψω να μας χωρίσουν, καθώς δεν τα έχω τόσο ανάγκη πια, γιατί εσύ γίνηκες η μοναδική μου απόλυτη πραγματικότητα και διαφεντεύεις τώρα κάθε κύτταρο του είναι μου. Δε θέλω να μαραζώσει και να πεθάνει στις άψυχες λευκές σελίδες ενός χαρτιού αυτό που αισθάνομαι για σένα. Επιθυμώ να βγάλει φτερά και σαν αποδημητικό πουλί να σκίσει τους καταγάλανους αιθέρες της ψυχής σου και να ρθει να κουρνιάσει ανάμεσα στα ζεστά βελούδινα χέρια σου. Θα σε περιμένω, μέχρι να λιώσουν τα χιόνια στα βουνά, να κοπάσουν του Φλεβάρη οι νεροποντές και το ουράνιο τόξο θα κρεμάσω περιδέραιο στο λαιμό σου, να σου θυμίζει πως η αγάπη γίνεται κόσμημα όταν τη σεβαστείς. Θα σε περιμένω λευκή πεταλούδα, να πετάξουμε μαζί στη χώρα που ο έρωτας γιορτάζει κάθε μέρα και τα μικρά παιδιά πάντοτε τραγουδούν με ένα γιασεμί στο στόμα. Θα σε πάρω στη δική μου πατρίδα, όπου ο ήχος του φλάουτου και του βιολιού που ονειρεύεται, θα σε κοιμίζει τα βράδια μέχρι να σ ‘ αγκαλιάσει ήσυχα και ζεστά το χάδι του φρέσκου ήλιου. Θα σε περιμένω λοιπόν αγαπημένη μου. Για όσο χρειαστεί θα σε περιμένω. Άλλωστε, τι αξίζει λίγη εφήμερη προσμονή μπροστά στο αιώνιο του έρωτα.

Γράφουν: Εύα Κοτσίκου και Κυριάκος Δοσαράς

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *