Ματωμένο ηλιοβασίλεμα

Πόσα βράδια,
οδυρκτικά,
θ’ αναζητούν Ανατολές
τα βήματά σου;
Θα σεργιανούν,
κρυφά,
στα ειρωνικά σοκάκια
της απόγνωσης,
ακολουθώντας,
μυστικά,
τη μελωδία, απ’ τις σειρήνες
προδομένων λιμανιών;

Τι απέγιναν τα χνάρια σου;
Οι διψασμένες λέξεις
απ’ τον απόηχο της ευτυχίας,
τι απέγιναν;

Τ θ’ απογίνουν τα όνειρα,
όταν οι πρώτες ακτίνες
ξεσκεπάσουν το σκοτάδι;

Κυλούν οι νύχτες
κι εσύ, ακόμα, ξαγρυπνάς
με τις σκέψεις,
μήπως σκοντάψουν
στην παραίσθηση.
Μα η παραίσθηση
είναι κομμάτι της οδύνης
κι η οδύνη δε χωρά
στα όνειρά σου.

Πόσες σκέψεις;
Κι άλλες πόσες ακόμα,
σκέψεις,
σιωπηλές,
ψάχνουν κι απόψε
τη χαμένη τους φωνή;

Κι έρχονται οι νύχτες
μιας ασήμαντης γοητείας
να μιλήσουν για λιμάνια.
να τραγουδήσουν, το «νόστο»
που δε γνώρισαν ποτέ.

Μα κάποιοι καπετάνιοι,
ασεβείς,
ρημάξανε τις θάλασσες
κι οι στείρες λέξεις,
πλέον,
αγνοούν την τρικυμία.
Σαν σε επανάληψη,
κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό,
οι νύχτες,
θρηνούν
το ηλιοβασίλεμα.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *