Χρυσή φυλακή
«Σκαρφάλωσα τα βουνά της μοναξιάς, περπάτησα τα μονοπάτια του εγωισμού και τρυπήθηκα από τα αγκάθια της θλίψης!» Φώναξε ο νεαρός στον γέροντα και έκανε μια παύση. Μερικές στιγμές αργότερα και αφού έθεσε τα συναισθήματα του υπό έλεγχο, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε. «Τα έκανα όλα αυτά για να σε βρω και να σε ρωτήσω, τι φταίει που δεν είμαι χαρούμενος; Γιατί ενώ έχω τα πάντα νιώθω ένα κενό μέσα μου, που δεν μπορώ να γεμίσω;»
Ο γέρος πρόσεξε τις πρώτες αντανακλάσεις του ζεστού ήλιου στα δάκρυα που πλέον άρχισαν να σχηματίζονται στα μάτια του νεαρού. Με τη θλίψη να γίνεται κόμπος στο λαιμό του και τον πόνο να παίρνει τη μορφή ποταμιών με πηγή τα σκοτεινιασμένα του μάτια, ο νεαρός συνέχισε.
«Κυνήγησα αυτό που με έκανε χαρούμενο, κυνήγησα την επαγγελματική επιτυχία και κατάφερα να λέω με περηφάνια πως έφτασα στην κορυφή. Είμαι υγιής και έχω τόσα χρήματα και σπίτια που δεν ξέρω τι να τα κάνω. Και πάλι όμως, δεν είμαι χαρούμενος. Δε νιώθω πόνο, μα ούτε και χαρά, νιώθω κενός.»
Ο γέρος τον κοίταξε στα μάτια και με σοβαρό ύφος και δυνατή φωνή απάντησε. «Ζεις ένα ψέμα. Έχτισες ένα χρυσό κλουβί, το επίπλωσες με την τελευταία λέξη της μόδας κι έμεινες μέσα.»
Ο νεαρός, σοκαρισμένος σταμάτησε να κλαίει και κοίταξε αποσβολωμένος το γέρο κατάματα. «Εγώ, δεν…, Κυνήγησα…» προσπάθησε να πει, μα οι λέξεις αδυνατούσαν να ενωθούν με την αλυσίδα της λογικής και να σχηματίσουν μια πρόταση.
Ο γέρος τον αγνόησε και συνέχισε. «Έχτισες το χρυσό σου κλουβί και έκλεισες τον κόσμο απ’ έξω. Αυτό που δεν κατάλαβες, είναι πως με το να κλείσεις τον κόσμο απ’ έξω, κλείστηκες κι εσύ μέσα στην όμορφη ιδιόκτητη φυλακή σου!»
Ο νεαρός λύγισε, χαμήλωσε το κεφάλι και ένιωσε τη ζεστή αγκαλιά του γέρου. Μερικές φορές οι πράξεις λένε παραπάνω απ’ όσα μπορείς να πεις με τα λόγια. Ηττημένος και εξουθενωμένος ο νεαρός συνέχισε να κλαίει καθώς άκουγε τα σοφά λόγια του γέρου.
«Όταν μιλάς για δουλειά, δεν μπορείς να λες ότι κυνήγησες αυτό που σε έκανε ευτυχισμένο. Κυνήγησες το εύκολο. Η δουλειά σου είναι ένα παιχνίδι με ορισμένους κανόνες και γνωστούς αντιπάλους. Ήσουν έξυπνος, γνώριζες τους κανόνες και έπαιρνες μικρές δόσεις ικανοποίησης με το να κερδίζεις. Η ζωή, οι σχέσεις, η φιλία, είναι παιχνίδια περίεργα, χωρίς κανόνες, απρόβλεπτα. Το κατάλαβες και φοβήθηκες, γι’ αυτό απομονώθηκες στον μόνο κόσμο που έβγαζε νόημα, στον επαγγελματικό κόσμο. Κέρδισες υλικά αγαθά, όμως δεν ένιωσες αγάπη, εμπιστοσύνη και όλα αυτά τα όμορφα συναισθήματα που δομούν την ανθρώπινη ψυχή. Μπορεί, το μυαλό σου να χόρτασε και να μη βρίσκει ενδιαφέρον στις μικροπρέπειες της καθημερινότητας, γιατί άφησες την ψυχή σου νηστική!»
Θα αφήσω τη συνέχεια στη φαντασία σας. Ο γέρος του έδωσε όλη τη σοφία που μάζεψε με την πάροδο των χρόνων. Ο νεαρός είχε φτάσει πλέον σε ένα σταυροδρόμι, αν συνέχιζε ευθεία, θα ακολουθούσε την εύκολη πορεία που χάραζε τόσα χρόνια. Αν όμως αποφάσιζε να ακολουθήσει το δύσβατο δρόμο προς τα δεξιά, η ψυχή του θα είχε την ευκαιρία να φάει και να λάμψει ξανά τόσο δυνατά και αγνά, όπως όταν ήταν παιδί και ο κόσμος όλος φάνταζε παιχνίδι.
Αν ακόμα δεν κατάλαβες τα σοφά λόγια του γέρου, μάλλον δε διάβασες αρκετά προσεκτικά!