Τα σημάδια του χρόνου
Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Ο χρόνος έχει ήδη αρχίσει ν’ αφήνει πάνω του τα σημάδια του. Ρυτίδες στο μέτωπο, άλλες μικρές, άλλες πιο βαθιές, άλλες που χαράχτηκαν από γέλια τρανταχτά σε στιγμές ευτυχίας κι άλλες που το αυλάκωσαν όταν ο πόνος πλήγωνε το σώμα και μάτωνε την ψυχή. Ρυτίδες.
Γύρω από τα μάτια που άλλοτε ατενίζουν το αύριο με μια λάμψη, με μια καθαρότητα κι άλλοτε μισοκλείνουν κουρασμένα από εικόνες θαμπές , αχνά ζωγραφισμένες. Να και δυο χαρακιές βαθιές πλάι στα χείλη. Στα χείλη που φίλησαν και φιλήθηκαν με πάθος, που θέλουν τόσα ακόμα φιλιά να εισπράξουν κι όμως είναι ερμητικά κλειστά, που θέλουν τόσα ακόμη να πουν κι όμως σωπαίνουν.
Τα μαλλιά μου μάκρυναν, έφτασαν στους ώμους. Πάντα το θελα, μου άρεσαν, αλήθεια, μα δεν τ’ άφηνα να μεγαλώσουν. Ίσως σε μια προσπάθεια να μη μεγαλώσω κι εγώ. Να είναι κοντά, παιχνιδιάρικα, ατίθασα σαν την ψυχή μου. Πλησιάζω στον καθρέφτη και κοιτάζω πιο προσεκτικά το είδωλό μου. Μερικές “ασημένιες κλωστές” ξεπροβάλλουν στην κορυφή του κεφαλιού μου καθώς πέφτει πάνω τους το φως της λάμπας.
Αχνογελάω. Διαπίστωση ότι ο χρόνος περνάει; Αποδοχή ή στωική παραίτηση; Δεν ξέρω ποιο απ’ όλα. Το μόνο σίγουρο είναι η εικόνα μου στον καθρέφτη, το πρόσωπό μου που αλλάζει, το σώμα μου που κουρασμένο γέρνει κάθε βράδυ σ’ ένα άδειο κρεβάτι κουρνιάζοντας κάτω από τα σκεπάσματα, η καρδιά μου που δεν “φτερουγίζει” πια, που χτυπά αργά, μονότονα σαν τους χτύπους του ρολογιού, η ψυχή μου που σαν αλυσιδωμένος “δεσμώτης” βυθίζεται στο σκοτάδι τριγυρισμένη από σκιές που νόμισε αλήθειες, που πλανήθηκε από εικόνες που “φαίνονταν” αλλά δεν “ήταν”, που παρασύρθηκε από έρωτες που πέταξαν γρήγορα και χάθηκαν, πουλιά ταξιδιάρικα. Πόσο άντεξε αλήθεια; Πόσο πάλεψε. Μα τώρα, απλώς κουράστηκε!