Οι Σπιναλόγκες των ψυχών και των σωμάτων
Πρώτη φορά, οι σιωπές κρύβουν τόση ερημιά και φόβο.
Πρώτη φορά, τα μάτια δεν αγκαλιάζουν τον άλλον που βαδίζει δίπλα του με ζεστασιά αλλά τον διώχνουν με πανικό μακριά.
Άνθρωποι μόνοι, περπατούν θλιμμένοι ανάμεσα σε πλήθος κόσμου.
Άνθρωποι χαμένοι, στις μετέωρες τεντωμένες στάσεις λανθασμένων και σωστών αποφάσεων.
Μηχανικές οι κινήσεις, σε σώμα μουδιασμένο αλλά μυαλό σε μια πρωτόγνωρη εγρήγορση να δεχτεί, να φιλτράρει, να εκτιμήσει, να σκεφτεί, να πράξει έστω και κάποιες φορές, παρορμητικά.
Κρατάνε σφιχτά την αμφιβολία και την άγνοια για την επόμενη τους ημέρα.
Τι γεύση κρύβει το μέλλον;
Τι οσμή έχει το αύριο;
Δεν μπορώ να σε αγγίξω, να σε πάρω μια αγκαλιά, να σου δείξω πως η αφή κάνει την καρδιά μας να πάλλεται.
Δεν μπορούμε να υπάρξουμε στον ίδιο χώρο, ν’ αφεθώ στο κοινό μας οξυγόνο, να σου δείξω πως η ανάσα μας κρατάει εξίσου ζωντανούς.
Γίναμε υπέρμαχοι μασκοφόροι της θνητότητάς μας ενώ βρίσκεται σε κίνδυνο περισσότερο το πνεύμα μας.
Πώς να σου δείξω, πως δεν είμαι εγώ ο εχθρός αλλά κάτι αόρατο και σκοτεινό που πλανιέται πάνω από τα κεφάλια μας κι έξω από το σώμα μας;
Πώς να σου αποδείξω, πως αυτό που εξακολουθεί να μετράει, είναι κάτι φανερό και φωτεινό που ζει μέσα στην ψυχή μας;
Αυτό είναι το μόνο που δεν πρέπει να χαθεί, με κανένα τρόπο, γιατί εκεί βρίσκεται άθικτη, όλη η έννοια του Ανθρώπου.
Ας μείνουμε για λίγο χωριστά όμως όχι απόμακροι για πάντα.
Οι Σπιναλόγκες των ψυχών και των σωμάτων θα έχουν θεραπευτεί στο τέλος από εμάς τους ίδιους.
Γιατί, θα έχουμε επιτύχει μια – προσωρινά – μερική απομόνωση και όχι – μια – μόνιμα ολική αποξένωση.
Ζωή Παπατζίκου