Παραμύθι για μεγάλους
Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Αλίκη στη χώρα της χαμένης αγάπης. Ζούσε σε ένα διαμέρισμα σε μια τεράστια πολυκατοικία. Κάθε πρωί είχε το ίδιο πρόγραμμα. Άθληση, πρωινό και μετά δουλειά. Δούλευε πολλές ώρες την ημέρα. Μα είχε τόση ενέργεια μέσα της που σχεδόν κάθε βράδυ έβγαινε και βόλτα με τις φίλες της. Ήταν ένα χαρισματικό πλάσμα, μα άτυχο στις διαπροσωπικές της σχέσης, και δυστυχώς ήταν πολλές αυτές.
Κάθε φορά που κάποιος την άφηνε, εκείνη έπεφτε στα πατώματα. Και έκλαιγε και αναρωτιόταν γιατί σε εκείνην πάλι. Κοιτούσε τον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη να βρει τι το απωθητικό έχει επάνω της. Ίσως είχε κάποιο πρόβλημα η συμπεριφορά της, σκεφτόταν. Μα δεν ήταν πως ήθελε να γνωρίζει συνέχεια άλλους. Την αγάπη έψαχνε απελπισμένα και πίστευε πως θα καταφέρει να βρει τον κατάλληλο σύντροφο.
Μα κάθε φορά που έπεφτε έξω έσπαγε και ένα κομμάτι της ψυχής της. Ωστόσο, εκείνη ήλπιζε πως στο τέλος θα βρει τον πρίγκιπα. “Δε γίνεται να μην υπάρχει ούτε ένας! Ένας στα τόσα διαμερίσματα της οικοδομής!” Ένας στην τόσο μεγάλη πόλη που μένει. Ένας στην τόσο τεράστια χώρα που ζει. Ούτε ένας δεν υπάρχει σε ολόκληρο τον πλανήτη; Μόνο ένας! Ένας για εκείνη!
Και οι μέρες της κυλούσαν το ίδιο. Δουλειά, βόλτες, φλερτ, έρωτες δίχως μέλλον. Το όνειρο της να φορέσει κάποτε νυφικό άρχιζε να ξεθωριάζει. Το μόνο ύφασμα που έβαζε επάνω της ήταν το σεντόνι για να κρύψει τη γύμνια της κάθε φορά που άκουγε την πόρτα της να κλείνει.
Ξάφνου, ένα βράδυ από αυτά τα δίχως ουσίας, έλαβε ένα μήνυμα στο διαδικτυακό προφίλ της. Ένα μήνυμα από ένα συμμαθητή της. Απίστευτο, σκέφτηκε, που με θυμήθηκε μετά από 25 χρόνια; Του ανταπέδωσε το χαιρετισμό του. Άρχισαν να επικοινωνούν. Και χωρίς να το καταλάβει αυτό συνεχίστηκε. Έφτασε σε σημείο να λαχταράει να ακούσει το μπιπ στο κινητό της. Αραίωσε και τις εξόδους της. Ήθελε τα βράδια να τα περνάει μαζί του. Έστω και μέσω της κάμερας. Και χωρίς να το αντιληφθεί τον ερωτεύτηκε!
Ποιον; Εκείνον που της άφηνε να αντιγράφει από το τετράδιο του. Εκείνον που σε κάθε πάρτι περνούσε να την πάρει από το σπίτι και υποσχόταν στους γονείς της πως θα την προσέχει. Εκείνον που τον έβλεπε ως έναν απλό φίλο.
Και πρώτη φορά στη ζωή της, περίμενε με ανυπομονησία τις διακοπές των Χριστουγέννων. Θα πήγαινε πίσω στα μέρη της. Στο πατρικό της. Στο σπίτι του. Στην αγκαλιά του. Στα φιλιά του. Περίμενε πως και πως να τον δει.
Και αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως θα ζήσει καλά και εμείς καλύτερα.
Εύη Π. Γουργιώτη