Καρμική συνάντηση
Καθόταν στη μέση του μπαρ έχοντας την πλάτη γυρισμένη σ’ εκείνον. Γύρω της κόσμος πολύς, φασαρία, δυνατή μουσική. Δε φαινόταν όμως να την ενοχλεί, δε φαινόταν να ακούει καν. Έμοιαζε βυθισμένη στις σκέψεις της. Έπαιζε με το ποτήρι που είχε μπροστά της, αγγίζοντας απαλά το χείλος του και κάπου κάπου το σήκωνε για να πιει λίγο από το ποτό της.
Εκείνος την κοίταζε. Είχε απορροφηθεί στην εικόνα της μη θέλοντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της, μην μπορώντας. Τι να την απασχολούσε; Ποιος δαίμονας βασάνιζε την ψυχή της; Τι ταλάνιζε τις σκέψεις της; Έμοιαζε να υποφέρει, σιωπηλά, κλεισμένη στον εαυτό της. Του ήρθαν γνώριμες εικόνες στο μυαλό του. Κι εκείνος υπέφερε, μήνες τώρα. Δεν το έδειχνε. Το έκρυβε στο ποτό και το τσιγάρο. Εκείνη όμως έδειχνε ράκος.
Κάποια στιγμή σήκωσε το χέρι της να παραγγείλει ξανά και γύρισε λίγο προς το μέρος του. Την κοίταξε καλύτερα. Μισοσκόταδο, αλλά βρισκόταν αρκετά κοντά της. Πρόσωπο γλυκό, κόκκινα χείλη, που όταν τα μισάνοιξε για να μιλήσει ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Το χρώμα των ματιών της ήταν αδύνατο να το δει, μα παρά το χαμηλό φωτισμό, διέκρινε μια φουρτούνα στο βλέμμα. Οι ατίθασες μπούκλες των σκουρόχρωμων μαλλιών της έπαιξαν χαριτωμένα στους ώμους της, όταν κούνησε το κεφάλι της για να ευχαριστήσει τον μπάρμαν, κάνοντας μια προσπάθεια να χαμογελάσει.
Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Την πλησίασε. Φτάνοντας κοντά της, εκείνη λες και ένιωσε την παρουσία του, γύρισε απότομα προς το μέρος του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Τρικυμία στο βλέμμα της, πελώρια κύματα υψώθηκαν στο δικό του. Κολύμπησε αχόρταγα στο βυθό του. Οι μπούκλες της συνέχισαν να χορεύουν ατίθασα. Με τα δυο του χέρια έπιασε το πρόσωπό της, παραμέρισε τα μαλλιά της. Εκείνη δεν αντέδρασε. Έσκυψε και τη φίλησε, τρυφερά στην αρχή, ζεστά, παθιασμένα στη συνέχεια. Εκείνη συνέχισε να μην αντιδρά. Αντίθετα ανταπέδωσε το φιλί του. Χείμαρρος η φλόγα που ξεχύθηκε από μέσα της, δροσιά το δικό του φιλί που την τιθάσευσε. Έπιασε το χέρι της και την τράβηξε απαλά να σηκωθεί.
Βγήκαν έξω από το μαγαζί. Τον ακολούθησε, τυφλά, πειθήνια. Λίγη ώρα αργότερα τους βρήκε η ανατολή πλάι στη θάλασσα να σβήνει ο ένας τη δίψα του άλλου. Δάχτυλα πλεγμένα, κρατημένα σφιχτά, ματιές ζευγαρωμένες, κορμιά ενωμένα, ψυχές ταραγμένες που έβρισκαν επιτέλους τη γαλήνη τους μέσα σ’ ένα ταξίδι χωρίς προορισμό.
Λίνα Κατσίκα