Το Τανγκό
«Οι πιο όμορφοι έρωτες, αν με ρωτάς, έχουν σκηνοθετηθεί και έχουν παιχτεί πίσω από τις κάμερες. Μιλάμε για φοβερές ιστορίες αγάπης, όχι παίξε γέλασε!», μου λέει η Σάσα ενώ απολαμβάνουμε το καφεδάκι μας απογευματάκι Κυριακής σε ένα μικρό μπιστρό κάτω στο κέντρο.
«Πιο πολύ ξέρεις τι μου την σπάει;», συνεχίζει ακάθεκτη να μονολογεί. «Που εμείς οι ηλίθιες καθόμαστε και πιστεύουμε όλες αυτές τις μπούρδες. Ονειρευόμαστε τον τέλειο σύντροφο και μια ερωτική φλόγα που δε σβήνει ποτέ όσο θυμωμένα και αν φυσάνε οι άνεμοι. Τι με κοιτάς έτσι, δε συμφωνείς; Εμείς τέτοια πράγματα δε ζήσαμε ποτέ. Το πολύ να χαρήκαμε κάποιες μικρές στιγμές! Το πολύ πολύ!».
Ακουμπάω την κούπα του καφέ μου στο τραπέζι και είμαι έτοιμη να πω μια κουβέντα, μια γνώμη, τη δική μου. Μα δεν προλαβαίνω ούτε το στόμα μου να ανοίξω. Η Σάσα έχει πάρει φόρα.
«Σου έχει τύχει εσένα μωρέ καμία τέτοια σχέση; Όσα χρόνια σε γνωρίζω τόσα βασανίζεσαι! Αλλά τι λέω για σένα… Είχα εγώ καμία καλύτερη τύχη; Πες μου, είχα;».
«Κοίτα Σάσα», ξεκινάω να λέω.
«Τι κοίτα μωρέ; Λες και δεν κάνω τίποτα άλλο τόσο καιρό από το να κοιτάω τα χάλια μας!».
Αποφασίζω να μην ξαναμιλήσω, όχι πως μίλησα και καθόλου δηλαδή. Η Σάσα πονούσε για τον πρόσφατο χωρισμό της με το Γρήγορη. Λογικό ήταν να θέλει να ξεσπάσει. Η μπάλα έπαιρνε όλους τους πρώην, δικούς της και δικούς μου. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να της πω πολλά, μα δεν ήταν σε θέση να ακούσει. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Ο καφές τελειώνει και η καθεμία παίρνει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Έχει ήδη πέσει το σούρουπο και εγώ επιλέγω να μην περάσω από τη λεωφόρο. Πάντα μου άρεσαν άλλωστε οι γειτονιές. Οι κήποι είναι γεμάτοι χρώματα. Σταματάω για λίγο έξω από ένα παλιό νεοκλασικό και κόβω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Κλείνω τα μάτια μου ενώ απολαμβάνω το άρωμά του. Πόσο όμορφα είναι τα τριαντάφυλλα αλήθεια…
Καθώς προχωράω μια μουσική χαϊδεύει τα αυτιά μου. Αναγνωρίζω το αγαπημένο “Libertango” του Piazzolla. Σταματάω για δεύτερη φορά και κοιτάω γεμάτη περιέργεια γύρω μου. Το βλέμμα μου σκαλώνει στο ισόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μπορώ να διακρίνω πίσω από το μεγάλο τζάμι του σαλονιού ένα ζευγάρι που χορεύει. Αισθάνομαι ένα γλυκό μούδιασμα στο κορμί μου. Πλησιάζω σαν μαγεμένη και αφήνω απαλά το τριαντάφυλλό μου πάνω στο πλαστικό τραπέζι της αυλής σαν φόρο τιμής σε έναν έρωτα που χορεύει ακόμα τανγκό.
Συνεχίζω τον δρόμο μου για το σπίτι. «Κοίτα Σάσα!», θέλω να φωνάξω. «Αυτό δεν είναι ταινία! Και ίσως να είναι απλά μια στιγμή. Μια εξαιρετικά όμορφη στιγμή που σε κάνει να ελπίζεις…».
* Πίνακας: Τανγκό – Αυγοτέμπερα σε χαρτί, Μιχάλης Μιχαήλ