Η ευτυχία μπορεί να περιμένει
Το σκοτάδι έχει πέσει σαν κουρτίνα πάνω από την πόλη σημαίνοντας το τέλος της ημέρας. Είναι η ώρα που ο κόσμος μαζεύεται στα σπίτια του. Τα περιπολικά όπου να ‘ναι θα κάνουν την εμφάνισή τους στις γειτονιές και στις λεωφόρους. Είναι ακριβώς η ώρα που η Μέλη διασχίζει το δρόμο κρατώντας μια παλιά ξύλινη καρέκλα.
Φοράει τις ροζ ριγέ πιτζάμες της και κάτι γκρι ταλαιπωρημένα παντοφλάκια. Ο ποδόγυρος ακουμπάει την άσφαλτο καθώς το παντελόνι της πέφτει λίγο μεγάλο. Το τραβάει πάνω όπως όπως και συνεχίζει. Σταματάει έξω από το κλειστό φαστφουντάδικο και τοποθετεί την καρέκλα της σε ένα σημείο όπου το φως είναι λιγοστό. Βγάζει από την τσέπη το κινητό της τηλέφωνο και περιμένει να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα έχει ραντεβού με τον Μιλτιάδη
Κοιτάει μέσα από τις μεγάλες τζαμόπορτες του μαγαζιού για να φτιάξει λίγο το μαλλί. Είναι κοντό και σγουρό. Είναι φορές που πετάγονται κάτι ατίθασες τούφες δεξιά και αριστερά. Με λίγη υπομονή καταφέρνει να τις στρώσει. Θέλει να δείχνει όμορφη. Όταν ο Μιλτιάδης εμφανίζεται στην οθόνη, η Μέλη είναι χαρούμενη και τα μάτια της φέγγουν όπως τα αστέρια στον ουρανό. Τουλάχιστον αυτό γινόταν μέχρι τώρα.
Απόψε τα μάτια της είναι κατακόκκινα από το κλάμα. Καλεί τον Μιλτιάδη και όταν τον βλέπει, προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά μάταια. Σήμερα η Μέλη έχασε την δουλειά της. «Είναι αυτή η κρίση. Το αφεντικό δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς». Η φωνή της τρέμει. Τα λεφτά που είχε στην άκρη για να πάει να τον βρει, τα χάλασε σε φαγητό και τη βοήθεια της κυβέρνησης την κράτησε για το νοίκι. Ο Μιλτιάδης λέει πως θα έρθουν καλύτερες μέρες και πως δεν κάνει να χάνει το κουράγιο της. Όταν κλείνει το τηλέφωνο, ξεσπάει σε λυγμούς.
Σηκώνεται αργά, περνάει την ξύλινη παλιά καρέκλα στο δεξί της μπράτσο και διασχίζει το δρόμο. Ο ποδόγυρος φιλάει την άσφαλτο, μα δε φαίνεται να τη νοιάζει πια. Αφήνει την καρέκλα στην είσοδο της πολυκατοικίας. Από την τσέπη βγάζει τα κλειδιά και έναν αναπτήρα. Δεν καπνίζει. Τον χρειάζεται για να ανάψει το κερί, ίσα να ανοίξει η πόρτα και να φωτίσει η μικρή κάμαρα πριν πάει για ύπνο.
«Καληνύχτα Μέλη, η ευτυχία μπορεί να περιμένει…», ψιθύρισε το φεγγάρι. Ένα απαλό αεράκι μπήκε αθόρυβα από το παράθυρο. Πέρασε σαν χάδι μέσα από τα κοντά σγουρά μαλλιά της. Φρόντισε τις ατίθασες τούφες της και στέγνωσε τα δάκρυα στο πρόσωπο και το μαξιλάρι της.
Ιωάννα Πιτσιλλή