Οι μεγάλοι έρωτες κρύβουν μια άνω τελεία
Οι μεγάλοι έρωτες δεν τελειώνουν ποτέ. Μπαίνει μόνο μια άνω τελεία. Ένα σημαδάκι τόσο δα, ίσα ίσα για να ηρεμεί το μέσα μας, να ταΐζει τον τυφλό εγωισμό μας και να τον παραπλανά. Ποιος άλλωστε νοιάζεται για το αν είναι λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω ζωγραφισμένη στη γραμμή του τετραδίου της ζωής μας μια τελεία; Εξάλλου, κανείς δε θα το καταλάβει. Κι έτσι πλανάται τόσο έντονα η ιδέα του τέλους, που μετά από λίγο καιρό πείθει ακόμα και εμάς τους ίδιους.
Οι μεγάλοι έρωτες όμως μάτια μου, είναι καταδικασμένοι να υπάρχουν για πάντα. Να σε σιγοκαίνε και να σε τρομάζουν. Υπάρχουν στους στίχους ενός τραγουδιού, στις γνώριμες εικόνες που ζωντανεύουν μπροστά σου χορεύοντας, χωρίς να το επιδιώκεις. Εκείνες οι εικόνες που εισβάλλουν στην καθημερινότητα σου και δείχνουν το πώς θα ήταν στο σήμερα, μουντζώνοντάς σε που δεν το προσπάθησες παραπάνω. Που ποτέ δε θα μάθεις ποια θα ήταν η κατάληξη της συγκεκριμένης ιστορίας. Τις καταλαβαίνεις από τον κόμπο που προκαλούν στο λαιμό σου, στο ακούσιο ξεροκατάπιωμα που σε ξαφνιάζει. Στο γνώριμο ήχο κάποιας φωνής ενός αγνώστου ανθρώπου, σ’ ένα μπλουζ που ακούγεται από ένα περαστικό αμάξι ενώ ανεβαίνεις στο σπίτι σου πτώμα απ’ τη δουλειά. Χρωστούμενα που δεν ξεχρεώνονται ποτέ.
Οι μεγάλοι έρωτες δεν ξεχνιούνται ποτέ γιατί ποτέ δεν καταρρίφθηκαν, ποτέ δεν εκθρονίστηκαν, δεν απομυθοποιήθηκαν. Δεν έγιναν συνήθεια. Πάγωσαν στο χρόνο σαν φωτογραφίες καρφιτσωμένες σε πίνακα από φελλό σε φοιτητικό δωμάτιο. Έμειναν να τις κοιτάζεις με στοργή, με λησμονιά, με απεριόριστη αγάπη, συναισθήματα που σε κάνουν να θυμάσαι το ταίριασμα που υπήρχε, μέσα από μοναδικά στιγμιότυπα. Συζητήσεις που ποτέ δεν κατάφερες να ξανακάνεις με τον ίδιο τρόπο, χαζομάρες μέσα στο δρόμο, αγγίγματα που σου αναστάτωναν ολόκληρη την ύπαρξη. Η υπέροχη αίσθηση του να είσαι ο εαυτός σου. Όλα αυτά που σε κάνουν να μετανιώνεις για την απόφασή σου ή ακόμα και για τη δειλία σου.
Είναι ακριβώς η στιγμή που ανάβεις το τσιγάρο σου και τραβάς μια μεγάλη τζούρα που καίει το μέσα σου. Η στιγμή που εκπνέεις όλη αυτή την ένταση που βγήκε τώρα από το πουθενά. Κι όπως ντουμανιάζει το οπτικό σου πεδίο, ανάμεσα στη θολούρα συνειδητοποιείς πως τούτος εδώ ο έρωτας, δε μοιάζει με κανέναν άλλον. Τούτος ο διαβολεμένος έρωτας ήταν ξεχωριστός. Και τι έμεινε; Μια σκέψη που σου ξεσηκώνει το είναι και μια πραγματικότητα που σε βρίσκει συμβιβασμένο, αγκαλιά με ένα «κακό» αντίγραφο·
Μαρία Χαρίτου