Τ’ απογεύματα
Ήταν αλλιώς τα απογεύματα εκείνα που καθόταν μόνη της, στην αγαπημένη γωνιά του μπαλκονιού.
Ναι, ήταν εν τέλει, πολύ διαφορετικά. Κι ας ήταν καλοκαίρι. Το καλοκαίρι είναι από όταν ήταν παιδί, η αγαπημένη της εποχή.
Όχι, έχουν περάσει ακριβώς τριάντα χρόνια από τότε που ήταν μαθήτρια στην τελευταία τάξη του Λυκείου, κι όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει έκτοτε. Δεν τους άντεχε τους χειμώνες, η ήδη βεβαρημένη ψυχολογία της, εντεινόταν τη βαρυχειμωνιά, δεν το μπορούσε πλέον. Μεγαλώνει, σκέφτηκε, κι όλα τριγύρω της αλλάζουν ταχέως, αντοχές, αντιλήψεις, διαθέσεις, όλα ανεξαιρέτως… Μα, αυτός ο χρόνος ο “άτιμος” και πανδαμάτωρ, φροντίζει όλα να μεταμορφώνονται σιγά σιγά, σαν ένα χάδι πάνω στο δέρμα, που περνάει κι αφήνει το στίγμα του, σε ανυποψίαστες στιγμές.
Μια γρήγορη τέτοια σκέψη στο μυαλό της και πικροχαμογέλασε. Πώς βρίσκει ο νους δρόμους να ξεφεύγει απ’ το αναπόφευκτό του! Έτσι είναι ακριβώς κι έτσι ανέκαθεν συνέβαινε. Πάντα οι άνθρωποι θα βγάζουν άμυνες κι αν δεν έχουν, θα φτιάχνουν.
Ένα θερμό αεράκι της ανακάτεψε για λίγο τα μαλλιά, σαν επιβεβαίωση το ένιωσε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια, ως αποδοχή του παρελθόντος και του παρόντος. Τι σημασία είχε άλλωστε; Όλα είναι σχετικά, όλα πέρασαν και περνούν. Μετά από όσα είχε περάσει, το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να κολλήσει τα ραγισμένα κομμάτια της ψυχής της, να ζήσει απλά κι ανθρώπινα, αυτό επιθυμούσε διακαώς από εδώ και πέρα. Αυτό, κι εκείνον, την παρέα της και την παρηγοριά της. Αυτόν περίμενε, εκεί, στη γωνίτσα της.
Ήξερε! Όση χαρά ένιωθε τα απογεύματα που καρτερικά τον περίμενε, τόση της έπαιρνε το πρωί, μαζί του. Ήταν, όμως, καλοκαίρι. Ακόμα κι οι μελλοντικοί χειμώνες, αλλιώς! Ήταν μαζί του κι εκείνος, μαζί της. Μαζί, αλλιώς!
Εύη Μαυρογιάννη