Εραστές

Το αρσενικό και το θηλυκό. Εκείνος κι εκείνη. Μια σχέση με τα πάθη της, τα αισθήματά της, τις ζήλιες, τις κτητικότητές της, τις πλάκες, το χιούμορ της, τα κλάματα, την απελπισία της, την αγάπη, τη λατρεία, το νοιάξιμο, την προστυχιά της, την οπτική επαφή. 
 
Γίνονται σε ένα κρεβάτι χίλια κομμάτια, διαλύονται, είναι σε πόλεμο και μετά γεννιούνται από την αρχή μαζί, παρθένες ψυχές και είναι πια ενωμένοι, ένα. 
 
Κλαίνε μαζί και μετά σκάνε στα γέλια μαζί, και μετά εκείνος την κοιτάει κατάματα και της λέει «κοριτσάκι μου» και εκείνη χώνεται στην αγκαλιά του και νιώθει ασφάλεια και τον λέει «ζωή μου» γιατί αυτός είναι η ζωή της. Τον κοιμίζει στο στήθος της, του παίρνει τις έννοιες και γίνεται αυτός το ξέγνοιαστο αγοράκι που ήταν κάποτε και του λέει πως τον αγαπάει και να μην τον νοιάζει τίποτα και της λέει πως θα την προσέχει πια εκείνος, να μη φοβάται.
 
Την προσέχει σαν να είναι ο γίγαντας που έχει μια μικρή νεράιδα στο χέρι του. Τον σέβεται και τον θαυμάζει και την πιάνει δέος στη θέα του. Τη σέβεται και τη θαυμάζει και καμαρώνει για τα κατορθώματά της, για το γέλιο της, τον τρόπο που απολαμβάνει τα παγωτά, που ζει σε παράλληλα σύμπαντα, που έχει μια τόσο παιδική ψυχή και μια τεράστια καρδιά μέσα στο στήθος της. 
 
Δεν χρειάζονται νάζια και τερτίπια στον έρωτά τους, μόνο οι δυο τους απαλλαγμένοι και γυμνοί από σκιές και δεύτερες σκέψεις. Όταν είναι έξω και τελειώνει η βραδιά, της λέει «πάμε στο σπίτι μας, στο κρεβάτι μας» και πηγαίνουν. Ξανά και ξανά. Στο κρεβάτι τους. Χωρίς ίχνος εγωισμού και διάθεση επιβολής, απλά έχοντας τους ρόλους τους. Αυτός του άντρα και εκείνη της γυναίκας του.
 
«Πάμε στο κρεβάτι μας αγάπη μου» της λέει μετά το φαγητό. Και τότε αφήνουν τα βάσανα και τις έννοιες εκεί, στο τραπέζι με τα άπλυτα πιάτα και πάνε στο κρεβάτι τους και κάνουν έρωτα. Αυτό που είναι προορισμένοι να κάνουν. Πρωτόγνωρο, αγνό, ανόθευτο έρωτα. Και μετά εκείνη τον κλείνει στην αγκαλιά της σαν μάνα, σαν τη γυναίκα, σαν το θηλυκό του κι εκείνος αφήνεται και κλαίει γιατί έχει κουραστεί να δείχνει και να είναι δυνατός. Και εκείνη είναι τόσο όμορφη, σαν Αγία με εκείνες τις ρυτίδες γύρω από το πικρό της χαμόγελο. Ανασαίνει στο στόμα του, ανασαίνει στο στόμα της και η ζωή ανακυκλώνεται μέσα στα σώματά τους. Του στάζει δύο σταγόνες μέλι από την ψυχή της στη δική του και τον κλείνει στη μήτρα της για να γεννηθεί από την αρχή.
 
                         Εύα Κοτσίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *