Αναμονή και ελπίδα

Θα ήταν περίπου πεντέμισι χρόνων όταν κατάλαβε ότι αυτό το όνομα θα τον γελοιοποιούσε σε όλη του τη ζωή. Έτσι όπως ήταν μικρός, χωρίς να έχει καταφέρει να αναπτύξει τις άμυνές του, ρουφούσε σαν σφουγγάρι κάθε σχόλιο που απευθυνόταν σε αυτόν. Η ψυχοσύνθεση του δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος για να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν αρνητικά σχόλια, αλλά και κάθε άλλου είδους χλευαστικά και υποτιμητικά υπονοούμενα. Σε κάθε τάξη που πήγαινε εκτός από την πολύ καλή βαθμολογία, υπήρχε πάντα και κάποιο αστείο σχόλιο να τον συνοδεύει.

Κάποτε μεγάλωσε, και έστω και αν δεν ήταν ιδιαιτέρα γοητευτικός, είχε μια ανδροπρεπή και αξιοπρεπή εμφάνιση. Είχε καταφέρει να πάρει πτυχίο προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών και εργαζόταν από πολύ νέος. Ο Αγαθοκλής, παρ’ ότι ιδιαιτέρα συμπαθής και καλοπροαίρετος, δεν είχε σεβασμό και εκτίμηση από την οικογένεια του, η οποία αντί να τονώσει την προσωπικότητα του, τον σαμποτάριζε με το χειρότερο τρόπο. Ο καημένος ο άνθρωπος πέρναγε από τρομερή λογοκρισία για καθετί που έκανε, είτε μικρό είτε μεγάλο. Έπρεπε να αποδεικνύει συνεχώς την αξία του και να ασχολείται με τα πράγματα και τους ανθρώπους που ενέκριναν. Οι γονείς του, άνθρωποι σε μεγάλη ηλικία, ανέφεραν σε ποια κοινωνική τάξη ανήκαν, την καταγωγή τους και φυσικά πόσο περήφανος έπρεπε να νιώθει και αυτός. Του έλεγαν για τον προπάππου του που υπήρξε ήρωας στο Αλβανικό μέτωπο και ένα σωρό άλλες ιστορίες για θείους και ξαδέρφια.

Όσο και να σκεπτόταν την καταγωγή του ο Αγαθοκλής δεν ένιωθε καλύτερα, ούτε με το τίμιο όνομα του παππού του, ούτε και με το άγνωστο πεθαμένο συγγενολόι που του αράδιαζαν. Ζούσε σε άλλη εποχή και σε κοινωνία που δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τίποτα από αυτά. Τώρα ήσουν σημαντικός εάν είχες ακριβό αυτοκίνητο, εάν έμενες σε καλή συνοικία και εάν ξόδευες χρήματα. Εξίσου σημαντικό και απαραίτητο το ακριβό ντύσιμο και τα αξεσουάρ. Ένα ακριβό ρολόι ήταν παραπάνω από αναγκαίο. Ο Αγαθοκλής κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες για να έχει μια εμφάνιση έστω αποδεκτή γιατί του φαινόταν αδιανόητο να μπορέσει να φτάσει στο σημείο να είναι εντυπωσιακός. Δεν επιχειρούσε καθόλου να ξεφύγει από τη μετριότητα, αντίθετα αφηνόταν να τον απορροφήσει και ίσως και να τον συνθλίψει, ενώ ένιωθε θλίψη γι’ αυτό, χωρίς όμως και να μπορεί και να το αλλάξει. Τον τελευταίο καιρό ειδικά, απασχολούνταν πολύ με το θέμα του πώς δείχνει εμφανισιακά γιατί είχε ερωτευτεί την Ασπασία.

Την έβλεπε καθημερινά όταν αυτή πήγαινε στην τράπεζα που εργαζόταν και έμοιαζε σαν να σταματούσαν τα βήματά του όταν την αντίκριζε. Στεκόταν εκεί, εκστατικός, μαγεμένος από την αύρα της και ένιωθε εντελώς ασήμαντος μπροστά της. Περίμενε πάντα με την ίδια ελπίδα ότι κάτι θα γίνει αλλά δε γινόταν ποτέ τίποτα. Η Ασπασία έμοιαζε να μην τον έχει καν στο οπτικό της πεδίο. Περνούσε δίπλα του, αυτός μύριζε το άρωμά της και παράλληλα διαλυόταν. Ναι, ένιωθε μπροστά της ένα συνονθύλευμα σάρκας και σκέψης, χωρίς συγκέντρωση, χωρίς αρχή και τέλος, ένα τίποτα δηλαδή.

Δεν υπήρχε γι’ αυτήν, το ένιωθε και πικραινόταν και κάθε μέρα αυτή η πίκρα και η απογοήτευση μεγάλωνε. Ο ίδιος δεν έκανε καμία πρακτική σκέψη όπως το να της πει ‘’καλημέρα’’, γιατί πίστευε ότι όλα είναι θέμα τύχης και αυτός είναι η επιτομή της ατυχίας. Έτσι, έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την πρώτη φορά που συνάντησε την Ασπασία και πάντα περιμένει να γίνει ένα θαύμα. Επιμένει να λυθεί τοζ ήτημα του μεταφυσικά, παρά να βιώσει μια πιθανή απόρριψη και αφήνει να περνά ο χρόνος. Λυπάται και οικτίρει τον εαυτό του, αλλά επιμένει ότι δεν μπορεί να αλλάξει. Ίσως και η Ασπασία να αισθάνεται κάτι ανάλογο με τον Αγαθοκλή, αλλά δε μίλησαν ποτέ μεταξύ τους και δε θα μάθουν.

Φωτοπούλου Παρασκευή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *