Οι περαστικοί
Είχα συνηθίσει να βλέπω
τα πρόσωπα των ανθρώπων.
Σε τρένα, σταθμούς, δρόμους, μαγαζιά,
ανθρώπινες εκφράσεις κάθε είδους
τραβούσαν το βλέμμα μου.
Γέλιο, κλάμα, σοβαρότητα, άγχος,
βιασύνη, έρωτας, θυμός,
όλα χαραγμένα, όλα φανερά
σε μυριάδες πρόσωπα που βιαστικά
τα μονοπάτια μας έσμιγαν.
Με τον καιρό έπαψα να παρατηρώ.
Θεωρούσα τα πρόσωπα δεδομένα.
Χαμένος στα δικά μου θέλω, τα δικά μου πρέπει
έπαψα να βλέπω ανθρώπους
και άρχισα να πορεύομαι με αδιάφορους ίσκιους.
Ξημέρωσε η μέρα που σήκωσα
από συνήθεια το βλέμμα,
μα δεν υπήρχαν άνθρωποι,
ούτε καν οι ίσκιοι οι καθημερινοί
που είχα μάθει να περπατώ μαζί τους.
Μάσκες πήραν τις θέσεις τους.
Πολύχρωμες, υφασμάτινες, αυτοσχέδιες
πλημμύρισαν τα μέρη που κάποτε
ζούσαν, περπατούσαν, έτρωγαν οι άνθρωποι.
Μάταια έψαχνα να δω πρόσωπα.
Τότε πρόσεξα τα μάτια των περαστικών.
Είδα το φόβο, το θυμό, την υπομονή.
Όχι, χαρά δεν είδα, ούτε ελπίδα.
Κακιά μητριά η εποχή δε θέλει
στο σπιτικό της να μπει το φως.
Είχα πάψει με τον καιρό
να προσδοκώ κάτι άλλο.
Μάχη χαρακωμάτων η ζωή μας.
Τότε είδα ένα νέο ζευγάρι
να αγκαλιάζεται τρυφερά και να φιλιέται.
Δάκρυσα. Πόσο καιρό αλήθεια
είχα να δακρύσω; Δε θυμόμουν.
Θυμήθηκα όμως πως δεν είμαι μια μάσκα.
Δεν υπάρχουν ίσκιοι, μα άνθρωποι.
Δε θα το ξεχάσω ποτέ ξανά.
Λουκάς Αναγνωστόπουλος