Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι και ο καλοκαιρινός νοτιάς
Και από όλες τις μέρες και τις νύχτες που με στιγμάτισαν και χαράχτηκαν στη μνήμη μου ανεξίτηλα, εγώ έχω ξεχωρίσει εκείνο το καυτό βράδυ του Αυγούστου. Το δικό μας βράδυ. Τη νύχτα εκείνη που αρνηθήκαμε τον κόσμο όλο. Οι δυο μας, ψηλά, στην άκρη του πουθενά, με μόνη μας παρέα το βάναυσο άνεμο που άλλοτε διείσδυε μανιασμένα από τα παραθυρόφυλλα και άλλοτε μας χάιδευε δροσερά θυμίζοντάς μας πως εκεί έξω, στη μακρινή πολιτεία, υπάρχει φως και ζωή.
Πώς να ξεχάσω εκείνα τα ξενύχτια στην κρύπτη μας, μου λες; Όταν συνειδητά, απομακρυσμένοι από όλους και όλα ακυρώναμε κάθε αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Όταν χανόμασταν επαναλαμβανόμενα σε εκείνο το αδιάκοπο και περιπετειώδες ταξίδι στα κρεμνά της ύπαρξής μας. Τότε που ανακαλύπταμε από την αρχή, στα τυφλά, κάθε εκατοστό, κάθε λεπτομέρεια και κάθε ατέλεια στο σώμα του άλλου. Τη νύχτα εκείνη που θυσιάζαμε και ανασταίναμε ο ένας τον άλλον ως την αυγή.
Κάθε που ανοίγαμε τα παντζούρια, το φως του φεγγαριού πλημμύριζε το δωμάτιο και διέγραφε στα μάτια μας συναισθήματα που μαρτυρούσαν την πληρότητα και την ευτυχία. Ικανοποίηση, αγωνία, συγκίνηση· η γαλήνη πριν την αντάρα. Η σιγή πριν την αστραπή. Λίγο πριν τα βλέφαρα σμίξουν και τα χείλη σφραγιστούν και πάλι. Δευτερόλεπτα πριν τα απογυμνωμένα από την ευπρέπεια κορμιά ενωθούν και οι ανάσες μπερδευτούν από τη ζάλη.
Δεμένα ακροδάχτυλα, πλεγμένα σώματα, άναρχες κραυγές και αναφιλητά· επιδιδόμασταν σε μια λυτρωτική τελετουργία αποκαμωμένοι από τις ροκ μπαλάντες που σιγόπαιζε το ραδιόφωνο στην άλλη άκρη του σπιτιού. Έπειτα, τους μελοποιημένους στίχους των σαλεμένων ποιητών, διαδέχονταν λόγια καυτά, δηλώσεις προσμονής και νευρικότητα για το τι θα φέρει και τι θα πάρει μαζί της η επόμενη μέρα.
Εκείνη τη νύχτα μάτια μου, έκλεινα τον κόσμο όλο στα δυο μου χέρια. Το χάραμα πια, λεπτά πριν να ξημερώσει, σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου και ευχόμουν αυτές οι στιγμές να μην τελειώσουν ποτέ. Χάιδευα τα λουσμένα από το ημίφως μαλλιά σου, κι ευχαριστούσα το Θεό για το μεγαλείο που αξιώθηκα να ζήσω.
Μερικές ημέρες αργότερα ένα αεροπλάνο θα με έπαιρνε και θα με προσγείωνε και πάλι στην ψυχρή πραγματικότητα. Ο χώρος και ο χρόνος θα επέστρεφαν και μαζί τους θα επέστρεφε και κάθε απόσταγμα ρεαλισμού. Δε θα έκλεινα πια εσένα στα χέρια μου, άλλα ένα τσαλακωμένο εισιτήριο με προορισμό την καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα όμως τόσο διαφορετική από τη ζωή που άφηνα πίσω μου. Γιατί μπορεί η επιστροφή να με έβρισκε και πάλι μόνο, αλλά εκείνη η μικρή χειραποσκευή μου φύλαγε μόνο όμορφες στιγμές και κίνητρα για το κάτι παραπάνω.
Για άλλη μια φορά το συναίσθημα επικρατούσε της λογικής. Τη νύχτα εκείνη επιβιβαζόμουν για ένα ονειρικό ταξίδι, αποφασισμένος να αφήσω για άλλη μια φορά τη ζωή να με οδηγήσει όπου εκείνη επιθυμεί. Γιατί αγάπη μου, δε γινόταν να τελειώσει έτσι απλά αυτή η ιστορία. Το βιβλίο μας μόλις που άρχιζε να γράφεται και έμελλε να μετρήσει πολλούς ακόμη τόμους. Αψευδείς μάρτυρες αυτού, το αυγουστιάτικο φεγγάρι και ο καλοκαιρινός νοτιάς.
Χατζηκυριάκου Παντελής