Δωρεά

Επτά χρόνια παντρεμένος ο Γιωργής και το παιδί που τόσο περίμενε, δεν ερχόταν. Τι τάματα στον προστάτη του, τι διαβάσματα σε παπάδες, τι βότανα και μαντζούνια, τίποτα δεν γινόταν. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί και ο πόνος μαζί με την ντροπή άρχισαν να του ρυτιδώνουν το μέτωπο. Κάθε μέρα που περνούσε ένιωθε και μεγαλύτερη απογοήτευση και μόνο σε έναν άνθρωπο ήθελε να μιλάει γι’ αυτό, την αδελφή του.

Πήγαινε κρυφά από τη γυναίκα του στο σπίτι της Κατίνας και εκεί έβγαζε όλο το παράπονο, την πίκρα και το θυμό του γιατί ήταν σίγουρος ότι έφταιγε «η άλλη ». Η Κατίνα αντίρρηση δεν του έφερνε γιατί τον υπεραγαπούσε. Είχαν μεγαλώσει με φτώχεια και δυστυχίες αλλά τους ένωνε το ίδιο αίμα και αυτό γι’ αυτούς ήταν πράγμα ιερό . Η Κατίνα θυμάται τα παιδικά τους χρόνια που μοιράζονταν μέχρι και το τηγανιτό αυγό, αυτή έτρωγε τον κρόκο με το ασπράδι και ο καημένος ο Γιωργής βούταγε με το ψωμάκι του το λάδι και ό,τι είχε μείνει στο πιατάκι. Αν και ήταν αγόρι και μεγαλύτερος και χρειαζόταν φαγητό, πάντα έτρωγε λιγότερο και όλο έλεγε ότι χόρτασε.

Ο Γιωργής δεν μπορούσε να υποφέρει τη γυναίκα του, τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη δυστυχία του. Έβλεπε τα παιδιά της αδελφής του και ήταν σίγουρος ότι ήταν από οικογένεια που έκανε παιδιά. Στο σόι τους όλοι είχαν παιδιά, από τον προπάππου τους ακόμα, ενώ στο σόι εκείνης, υπήρχε ένας θείος χωρίς παιδιά. Είναι φως φανάρι έλεγε και ξανάλεγε στην αδελφή του, “αυτή φταίει, αυτή η στέρφα”. Ο καιρός περνούσε και τα παιδιά της αδελφής του κόντευαν να πάνε σχολείο και ας είχε παντρευτεί η Κατίνα μετά απ’ αυτόν. Πόσο τα αγαπούσε τα ανίψια του δε λέγεται, κάθε μέρα τους αγόραζε λουκούμια από εκείνα τα μεγάλα τα κόκκινα τα βουτηγμένα στην άχνη.

Η Κατίνα έβλεπε τον πόνο του αδελφού της και όλο σκεπτόταν το ζήτημα. Θα τον έπιανε τον άντρα της και θα του έλεγε “θα κάνω παιδί και θα το δώσω του Γιωργή”. Ο άντρας της δεν της χάλαγε ποτέ χατίρι. Αφού την άκουσε προσεκτικά, δέχτηκε υπό έναν όρο, αν το παιδί ήταν κορίτσι θα το έδιναν αλλά αν ήταν αγόρι, όχι. Ήθελε να το κρατήσει για να έχει βοήθεια στα αμπέλια γιατί είχε περιουσία μεγάλη. Αποφάσισαν από κοινού να μην πουν τίποτα στον Γιωργή και να περιμένουν να γεννηθεί πρώτα το παιδί. Όλα πήγαν όπως επιθυμούσε η Κατίνα. Γεννήθηκε ένα ωραίο υγιέστατο κοριτσάκι. Ήταν ακόμα στην κλινική, όταν κανονίστηκαν όλα τα περί υιοθεσίας και το παιδάκι το πήρε ο Γιωργής. Η Κατίνα ήταν ευχαριστημένη με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα και δεν ένιωθε καθόλου θλίψη, μάλιστα ήταν χαρούμενη που έδωσε ένα τέτοιο δώρο στον αδελφό της.

Ο Γιωργής ξαναβρήκε την χαρά και το νόημα στη ζωή του και πέρασε εννέα πολύ ευτυχισμένα χρόνια παρέα με το παιδάκι του. Ένα βράδυ όμως όπως γυρνούσε στο σπίτι του, γλίστρησε στο παγωμένο χιόνι, έπεσε, χτύπησε στο κεφάλι και έμεινε εκεί στον τόπο. Η γυναίκα του έκλαψε στην αρχή άλλα πριν κλείσει χρόνο παντρεύτηκε τον Αντώνη το μάστορα, τον πετρά. Μέσα σε τρεις μήνες ήταν έγκυος και γέννησε ένα αγόρι. Από την ώρα που γεννήθηκε ο αδελφός της, η υιοθετημένη Αννούλα άσπρη μέρα δεν είδε. Η Κατίνα από την μια έκλαιγε τον χαμό του αδελφού της και από την άλλη καίγονταν τα σωθικά της να βλέπει το παιδί της να υποφέρει. Ό,τι κι αν είπε, όσο κι αν παρακάλεσε, ήταν αδύνατο να πάρει το κορίτσι γιατί η νύφη της το ήθελε για υπηρέτρια. Χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο και τραβούσε τα μαλλιά της. Ποια ήταν αυτή που επέλεξε να κάνει δωρεά μια ανθρωπινή ζωή;

Φωτοπούλου Παρασκευή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *