Χαμένες αγάπες
Μια μέρα θα έρθουν να με πάρουν απ’το χέρι οι χαμένες μου αγάπες. Να με οδηγήσουν σε δρόμους που δεν περπάτησα ποτέ. Θα έχουν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο ένα πικρό χαμόγελο και ένα παράπονο στα μάτια. Δάκρυα δε θα έχουνε, θα έχουν στερέψει από καιρό.
Δε θα με ρωτήσουν τίποτα για μένα γιατί απλά θα τα ξέρουν όλα. Γιατί κάποτε έγιναν σκιές και με ακολούθησαν όπου κι αν πήγα. Θα αναρωτηθώ γιατί δεν ήρθαν να με βρουν νωρίτερα, τότε που στα σώματά μας κατοικούσε η νιότη και οι έγνοιες δεν βαραίνανε τους ώμους μας. Τότε που κάθε γωνιά του κόσμου θα ήταν ολόδικιά μας. Που θα μπορούσαμε να τρέξουμε με ταχύτητες μεγάλες στους δρόμους που τώρα σέρνουμε το βήμα μας. Και θα απορήσω γιατί δεν απλώσαμε το χέρι ποτέ να ανοίξουμε εκείνες τις ξεκλείδωτες, μικρές ξεθωριασμένες πόρτες που οδηγούσαν σε παραδείσους που δεν ανακάλυψε κανείς. Θα τους πω ότι τις έχω πια ξεχάσει, ότι δεν τις σκέφτομαι ποτέ. Δε θα με πιστέψουν και πόσο δίκιο θα έχουν! Θα μου πουν ότι τίποτα δε χάνεται στ’ αλήθεια. Πως οι δρόμοι μας περιμένουν πάντα να τους διανύσουμε κι ας μην το κάνουμε τρέχοντας, και πως οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες ακόμα.
Μια μέρα θα έρθουν να με πάρουν απ’το χέρι οι χαμένες μου αγάπες. Και θα με κρατάνε σφιχτά να μην τους ξαναφύγω.
Εύα Κοτσίκου