Δε σου ανήκω!
Έτρεξε πίσω μου μόλις έκλεισα την πόρτα του σπιτιού του δυνατά. Οι φωνές του ακούγονταν σε ολόκληρη την πολυκατοικία. “Μην τολμήσεις να κάνεις ένα βήμα μακριά από μένα! Μου ανήκεις!”, έλεγε και ξαναέλεγε. Εγώ, ατάραχη συνέχιζα να κατεβαίνω τις σκάλες. Ένιωθα την ανάσα του ακριβώς από πίσω μου. Άρχισα να επιταχύνω το βήμα μου. Ένας όροφος ακόμα και θα είμαι έξω στο πεζοδρόμιο. Έξω από τη ζωή του. Έξω από τα δεσμά του.
“Σταμάτα τώρα!” συνέχισε να μου λέει, συν κάτι διακοσμητικά επίθετα του πεζοδρομίου. Έφτασα στην είσοδο, άνοιξα την πόρτα και επιτέλους μπόρεσα να ανασάνω οξυγόνο. Δεν πρόλαβα να φτάσω έως το αμάξι όμως και με άρπαξε από το μπράτσο γυρίζοντάς όλο μου το σώμα προς εκείνον. Νομίζω πως ήταν η πρώτη μου φορά που ένιωσα να ανεβαίνει το αίμα μου στο κεφάλι. Εμένα στο μέλλον θα με ξεχάσει, αλλά το βλέμμα που του κάρφωσα, όσο μάγκας και αν το παίζει, είμαι σίγουρη πως θα του μείνει αξέχαστο.
Δεν του είπα πολλά, αλλά τόσα ώστε να με αφήσει επιτέλους ήσυχη. “Άσε το χέρι μου και κάνε ένα βήμα πίσω. Δε σου έδωσε κανείς το δικαίωμα να μου μιλάς έτσι. Δεν είμαι κτήμα σου, ούτε αντικείμενο σου. Δε σου ανήκω! Κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Μάθε να μη συμπεριφέρεσαι ως αθάνατος. Τίποτα δε σου ανήκει. Τ’ ακούς; Τίποτα! Ούτε εγώ, ούτε οι φίλοι σου, ούτε το σπίτι σου, ούτε το αμάξι σου, ούτε τα έπιπλά σου, ούτε ο σκύλος σου. Τίποτα! Όλοι ανήκουμε στο Θεό. Και μόνο σ’ αυτόν. Τα αντικείμενα θα μείνουν εδώ. Τίποτα από όλα αυτά δε θα πάρουμε μαζί μας. Την επόμενη φορά που θα σκεφτείς να συμπεριφερθείς έτσι σε μία γυναίκα, σκέψου πως όλοι είμαστε πιόνια σε μια σκακιέρα και αλλάζουμε θέση όποτε ο Θεός θελήσει. Στην ίδια ζυγαριά είμαστε όλοι. Ιδιοκτησία πάντως δε θα γίνω κανενός. Από δω και πέρα πορεύσου όπως θέλεις, αλλά μακριά από μένα. Πολύ μακριά”.
Εύη Π. Γουργιώτη