Κάθε αντίο πονάει, μα αυτό με μαχαιρώνει

Κάθε αντίο πονάει, μα αυτό με μαχαιρώνει. «Αυτό ήταν; Ως εδώ; Έφτασε η ώρα να αποχαιρετιστούμε και να χωριστούμε; Υψώνεσαι ακόμα αγέρωχο και επιβλητικό… Έλα τώρα, αυτά είναι για τους άλλους… Εμείς γνωριζόμαστε δεκατρία χρόνια. Φάγαμε ψωμί και αλάτι που θα έλεγαν και οι μεγαλύτεροι. Σε έχω εξερευνήσει, σε έχω αγαπήσει. Έχω περπατήσει κάθε γωνιά σου και έχω κλάψει μέσα στην αγκαλιά σου. Με πήρες βίαια στα τέσσερά μου και με ανέθρεψες σωστά σαν στωική μητέρα μέχρι τα δεκαεπτά μου. Κλαις; Πώς και έτσι; Εσύ είχες πάντοτε μια απρόσιτη όψη. Το ξέρω, μη δικαιολογείσαι… ήταν απλώς η πέτρινη πανοπλία σου».

Κλαίνε οι τοίχοι, κλαίνε τα μάρμαρα, τα σκαλισμένα παράθυρα, τα θρανία και οι πόρτες που κάποτε βροντήξαμε άτσαλα από το θυμό μας. Ατελείωτος ο οδυρμός. Λυγίζει το πέτρινο σκαρί του, με αναζητά μέσα από τα θολά παράθυρα. Ακόμα πιο θολά στον αποχωρισμό αυτό… Ψάχνει ανάμεσα στα δέντρα να με πιάσει από το χέρι και να με καθοδηγήσει όπως πάντα έκανε, επειδή ξέρει ότι τώρα τρέμω όσο ποτέ άλλοτε για το αύριο. Και τρέμω, γιατί το αύριο δε θα με βρει στη ζεστή αγκαλιά του, το απαλό του χάδι δε θα βρίσκεται δίπλα μου να απαλύνει κάθε ανόητο φόβο μου και κάθε στενοχώρια που με βασανίζει. Δε θα μπορεί να μου ψιθυρίσει καθησυχαστικά «όλοι κάνουμε λάθη, θα βελτιωθείς». Όταν έπεφτα, πάντα υπήρχε ένα χέρι πρόθυμο να με βοηθήσει να σηκωθώ. Να σταθώ γερά στα πόδια μου, να χτίσω τα ισχυρά θεμέλια που τώρα θα χρειαστώ στη μετάβασή μου από το οικογενειακό κλίμα στον ανταγωνιστικό πόλεμο νεύρων. Εκεί όπου ο πιο ψυχρός, ο πιο πονηρός και ο πιο αγέλαστος είναι νικητές. Ίσως είμαι υπερβολική, κάπως προκατειλημμένη λόγω της συναισθηματικής φόρτισης. Συγχωρέστε με. Ίσως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα έξω από το γυάλινο κόσμο που είχε χτίσει για να με προστατεύσει.

Κάθε μέρα όταν την καλημέρα του αποζητούσα, με υποδεχόταν με «ανοιχτές αγκάλες» και απέπνεε ένα αίσθημα ασφάλειας. Σήμερα όμως, στην τελευταία μας τυπική συνάντηση, είναι γλυκόπικρη η ασφάλεια αυτή, αγγίζει τα όρια της ανασφάλειας. Με κοιτάζει και πονάει, το νιώθω, πονάω και εγώ. Στέκομαι ακίνητη να του ρίξω μία τελευταία ματιά, να την αποθανατίσω με το φακό της ψυχής και να την κρατήσω για πάντα μέσα στην καρδιά μου. Κοιτάω ξανά πίσω, αδυνατώ να αποχωριστώ το «για πάντα» που ορκιζόμασταν επιπόλαια, τα ελαφρόμυαλα, όταν παίζαμε κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο. Γιατί όταν το «για πάντα» μένει δύο απλές λέξεις ανάμεσα στις σελίδες του λεξικού της ζωής, αφοπλίζεσαι. Νιώθεις γυμνός από συναισθήματα, αναζητάς έναν ώμο να ξεσπάσεις, να βρεις παρηγοριά χωρίς συστάσεις για τα πρέπει και τα μη. Αυτόν τον ώμο χάνω, αυτό το στήθος στο οποίο κούρνιαζα για ώρες όταν τα μηνίγγια μου χτυπούσαν στο ρυθμό του υπόγειου θυμού μου. Το σχολείο μου είναι αυτό, έλεγα υπερήφανη και το έδειχνα στους ξένους. Το σχολείο που άλλοτε γελούσε και άλλοτε έκλαιγε για συμπαράσταση, που άλλοτε πείσμωνε και άλλοτε συγχωρούσε. Χόρευε πάντα στους ρυθμούς της διάθεσής μου.

Κάθε αντίο πονάει, μα αυτό με μαχαιρώνει. Σαν σαράκι σε πολυκαιρίτικο έπιπλο, σκαλίζει αναμνήσεις και με σπιλώνει. «Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο αποχωρισμός μας μοιάζει με αυτόν της καρτερικής Πηνελόπης, που χάνοντας από κοντά της τον Οδυσσέα, ένιωσε να γκρεμίζεται ένα καλά κατασκευασμένο και προσεγμένο οικοδόμημα, όσο θαρραλέα και αν έδειχνε. Έτσι, όμοια και εγώ θα συνεχίζω να υφαίνω και να ξηλώνω νυχθημερόν μνήμες, τσακωμούς και έρωτες μέχρι να ξαναβρεθούμε. Σήμερα, λοιπόν, ανάμεσα στις ίσως ανούσιες αυτές λέξεις, βαρύ όρκο δίνω που δε θα αθετήσω. Σου υπόσχομαι ότι δε θα επιτρέψω στους μνηστήρες της μουντής καθημερινότητας να κρατήσουν το νου και την ψυχή μου μακριά σου. Γιατί από όσα κύματα, φουρτούνες, τρικυμίες και αν περάσω, πάντα εσύ θα είσαι το καταφύγιό μου, η μοναδική και παντοτινή μου αφετηρία.»

Έλενα Μυστακίδη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *