Μία μελωδία… θαύμα!
Είναι Τετάρτη βράδυ, τα αστέρια και το φεγγάρι καθρεφτίζονται στη θάλασσα, ενώ φωτίζουν μέχρι και τις πιο απόμερες γωνιές του πλανήτη. Σε μια τέτοια γωνία, σε μια παλιά πολυκατοικία βρίσκομαι και εγώ, χτίζοντας τα ισχυρά θεμέλια της ζωής μου. Πολλές είναι λέξεις που αντηχούν στους τοίχους του ασπροβαμμένου δωματίου με τους πολύχρωμους πίνακες ζωγραφικής. Αν βέβαια είχαν στόμα οι πίνακες, αν μπορούσαν να μιλήσουν, αν είχαν πόδια και φτερά να τρέξουν και να πετάξουν, είμαι σίγουρη ότι θα είχαν ήδη επαναστατήσει έναντι αυτής της ερημιάς συναισθημάτων. Ζέστη, βαριά αρώματα, ναυτία… Μέσα σε αυτό το μοναχικό δωμάτιο, ξαφνικά, σαν από μηχανής Θεός ξεπροβάλλει η ελπίδα.
Λίγες νότες μουσικές, μελωδικές, εμμονικές, στο απόλυτο τέμπο, στη σωστή σειρά, με τη σωστή αρμονία και το σωστό τόνο, χωρίς λάθη και ατέλειες τρυπώνουν μέσα από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα και διαπερνώντας δεξιοτεχνικά τις κουρτίνες φτάνουν στα αυτιά μου, και κουρνιάζουν στην ψυχή μου. Αυτό το πληθωρικό παίξιμο ποτέ, ποτέ δεν το κατάφερα. Δε με απασχολεί όμως… Η ευδαιμονία είναι μεγάλη, η στιγμή μικρή, η θέληση για την επίτευξη του άπιαστου μέχρι τώρα ονείρου μεγαλώνει, κορυφώνεται, φτάνει στο ζενίθ… Σιωπή! Και ξανά από την αρχή.
Η μεγαλειώδης μελωδία βάζει το μυαλό μου να τρέξει σε άγνωστα μονοπάτια, στην εικόνα ενός μοναχικού βοσκού που ρεμβάζει κάτω από το θαμπό φως των αστεριών, χωρίς ελπίδα, χωρίς φως, χωρίς όνειρα που σαν φάρος θα του υποδείξουν το δρόμο για τη ζωή. Δίπλα στο φράχτη ενός φτωχικό πέτρινου σπιτιού, πασχίζει να μείνει καθισμένος στο παγκάκι στηριζόμενος στην γκλίτσα του, με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει, λίγο πριν σωριαστεί κάτω. Και όμως αντέχει ακόμα. Κρατιέται με όλο του το είναι, με όλη του τη δύναμη. Αν και τα δόντια του τρικλίζουν, δεν παραδίνεται στο θάνατο. Ήταν μαχητής σε ολόκληρη τη ζωή του. Έτσι έλεγε τουλάχιστον, γεμάτος περηφάνια στα παιδιά του και στα εγγόνια του. Έτσι συνήθιζε να λέει τα ηλιόλουστα πρωινά του καλοκαιριού, κάτω από το μεγάλο πλατάνι, που τους αγκάλιαζε σαν Θεός.
Ο Θεός, ο Θεός, ο Θεός… Έμενε μόνος του με το Θεό όταν σκοτείνιαζε και η μοναξιά που ρήμαζε τον τόπο, τον κατάπινε. Ακόμα και ο πλάτανος έμοιαζε αγέρωχος και αφιλόξενος τις νύχτες. Έκλεινε και εκείνος την αγκαλιά του και θύμιζε πνεύμα που κατέβαινε από τις πολεμίστρες. Και ένας Θεός που τον βομβάρδιζε αλύπητα με σκόρπια μελαγχολικά συναισθήματα και μνήμες, λες και τον τιμωρούσε. Η ψυχή του τότε ξεριζωνόταν, σπαρταρούσε, ζητούσε βοήθεια και την πολυπόθητη λύτρωση που ποτέ δεν πήρε…
Έλενα Μυστακίδη