Μικρή εκδρομή
Από το πρωί εμφανίστηκαν στο μπαλκόνι μου. Έφτιαξα καφέ και κάθισα στη ροζ καρέκλα μου. Η γιαγιά επέμενε πως πρέπει επιτέλους να πάρω ένα κανονικό σετ κήπου και πως αυτή δεν είναι καρέκλα για εξωτερικό χώρο. Ο παππούς έβαλε τα γέλια και έβγαλε από την τσέπη τα τσιγάρα του. Ο μπαμπάς πήρε το μέρος μου και είπε πως η καρέκλα μου είναι μια χαρά από τη στιγμή που αρέσει σε μένα. Ο Οδυσσέας άρχισε πάλι να με πειράζει. Άπλωνε το χέρι του, άνοιγε το δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο και έκλεινε ανάμεσά τους τη μύτη μου, έτσι ώστε αν προσπαθούσα να μιλήσω, η φωνή μου να ακουγόταν παράξενη και αστεία.
Συμφωνήσαμε όλοι να πάμε μια βόλτα με τα πόδια. Θα πηγαίναμε στη θάλασσα, δεν ήταν μακριά. Η ημέρα ήταν όμορφη και η πόλη κοιμόταν ακόμα. Μόνο το αρτοποιείο στη γωνία ήταν αυτή την ώρα ανοικτό και ο μπαμπάς ζήτησε να πάρουμε μερικές τυρόπιτες για τη μικρή εκδρομή μας.
Ένας – δυο περαστικοί που έτυχε να συναντήσουμε στο δρόμο μας, μας κοίταξαν λίγο παράξενα, πράγμα που θεωρώ πέρα για πέρα φυσιολογικό. Σε ποιον θα φαινόταν νορμάλ στις 6 το πρωί να κόβουν βόλτες μέσα στο δρόμο ένας παππούς με τσιγάρο στο χέρι, μια γιαγιά με πατίνι μόνο στο δεξί πόδι, ένας μπαμπάς με μια ποσέτ σε σχήμα καρδιάς στο πέτο, ένας παλικαράς δύο μέτρα με ένα κράνος περασμένο στο δεξί του χέρι και η αφεντιά μου, αχτένιστη μια ζωή, με μια μεγάλη χαρτοσακούλα γεμάτη τυρόπιτες;
Τους είχα ζητήσει πολλές φορές να μην εμφανίζονται παρέα με τα συγκεκριμένα αξεσουάρ. Το έβρισκα επιεικώς μακάβριο. Η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «Λες ανοησίες. Όλα αυτά είναι μέσα στο μυαλό σου». Δεν ήθελα να έρθουμε σε αντιπαράθεση, για αυτό δεν έκανα καμία σχετική νύξη.
Φτάσαμε στη θάλασσα. «Είναι υπέροχη», φώναξε ο μπαμπάς. Ο παππούς έβγαλε τα παπούτσια του και βοήθησε τη γιαγιά να βγάλει το αριστερό παπούτσι και το δεξί πατίνι. Αγκαζέ άρχισαν να περπατάνε εκεί ακριβώς που σκάει το κύμα. Η γιαγιά γελούσε και έλυσε επιτέλους τη μακριά κοτσίδα της. Τα μαλλιά της λαμπύριζαν στον ήλιο. Ο Οδυσσέας πέταξε το κράνος και φόρεσε την ειδική στολή για καταδύσεις. Ο μπαμπάς τσίμπησε μια τυρόπιτα και μου ανακοίνωσε πως πάει για βουτιές. Πήγα να πω πως δεν κάνει να μπει στο νερό με γεμάτο το στομάχι. Μα ποιο το όφελος; Ο μπαμπάς είναι ήδη νεκρός. Όπως και οι υπόλοιποι της παρέας.
Καθίσαμε όλοι μαζί μετά κάτω στην άμμο. Ανταλλάσσαμε αγαπησιάρικες ματιές και λόγια αγάπης. Αδειάσαμε τη χαρτοσακούλα με τις τυρόπιτες. Κάπου κάπου ξεχνιόμουν και άρχιζα το κλάμα. Ο μπαμπάς τότε με έπαιρνε αγκαλιά και με το μαντήλι σε σχήμα καρδιάς μου σκούπιζε τα δάκρυα.
Μετά από ώρα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ο Οδυσσέας μου πείραζε τα μαλλιά καθώς περπατούσαμε. Ο παππούς μου μού πρόσφερε τσιγάρο. Η γιαγιά μιλούσε ακατάπαυστα και οι συμβουλές έπεφταν βροχή πάνω στο κεφάλι μου. Ο μπαμπάς σιγοτραγουδούσε. Όταν δεν ήξερε τις λέξεις αυτοσχεδίαζε. Με άφησαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε σταυρωτά. Ήμουνα χαρούμενη που είχα χρόνο μαζί τους. Είμαι χαρούμενη που έρχονται πάντα όταν εγώ έχω ανάγκη να τους δω. Που μπορεί να αποχώρησαν για μια άλλη ζωή, μα από τη δική μου δεν έφυγαν ποτέ.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάς. Αυτό δε λένε;
Ιωάννα Πιτσιλλή