Θυμήσου τους ανθρώπους σου πριν γίνουν ανάμνηση

Ανοίγει την τηλεόραση κάθε μέρα την ίδια ώρα, εκεί, γύρω στις πεντέμιση το απόγευμα. Έχει τελειώσει το πρόγραμμα της μέρας του. Μη φανταστείς, την πρωινή του βόλτα, λιγοστά ψώνια, επιστροφή στο σπίτι, λιτοδίαιτο μεσημεριανό και μια ώρα μεσημεριανό ύπνο. Μετράει κάπου στα έξι χρόνια. Τόσα είναι. “Τόσα είναι πριγκιπέσα μου από τότε που σταμάτησες να μ αγαπάς και προτίμησες να φύγεις.”
 
Κοιτάει τη φωτογραφία της γυναίκας του και της χαμογελάει. “Σε πειράζω κορίτσι μου” της λέει. “Θυμάσαι; Πάντα έτσι δε λέγαμε; Πως οποίος φύγει πρώτος, θα γκρινιάζει στον άλλον. Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω για να μη σε πάρει από εμένα ο θάνατος; Σαράντα χρόνια ολάκερα στην αγκαλιά μου σ’ είχα και δε σε πείραξε κανείς… Μα ποιος να τα βάλει με το χρόνο; Τότε ήταν να γίνει και τότε έγινε. Έζησες και έπρεπε να φύγεις.”
 
Αλλάζει το κανάλι βιαστικά λες και στην οθόνη έβλεπε ξανά το ίδιο έργο. Το ίδιο από τότε που έφυγε εκείνη… Διαφήμιση πρόωρη για τα Χριστούγεννα; Μα γιατί; Τόσο νωρίς; Θα στολίσει ο κόσμος από τώρα; Το βλέμμα στραμμένο σε εκείνη τη γωνιά. Στη γωνιά που κάθε χρόνο μαζεύονταν όλοι και στόλιζαν. Πάντα η κυρά φρόντιζε το σπίτι να μοσχομυρίζει μυρωδιές αγάπης και τρατάρισμα για τα παιδιά. Τα παιδιά… Ασυναίσθητα κοιτάει αυτό το διαολεμένο πράγμα δίπλα του. “Να πάρεις κινητό” του είχαν πει. “Να μην ξεχνάς να το φορτίζεις και να το παίρνεις παντού μαζί σου για να μπορούμε να σε βρούμε”, του είχαν πει.
 
“Τα παιδιά μεγάλωσαν και έφυγαν. Όμως πρέπει να μου θύμωσαν πολύ” συλλογίζεται. “Να νομίζουν πως εγώ φταίω που η μαμά τους δεν είναι πια εδώ. Μήπως για αυτό να με τιμωρούν και δε μου κάνουν ένα τηλεφώνημα; Εγώ όπου πάω μαζί μου το έχω. Και ελέγχω συνέχεια μήπως έμεινε από μπαταρία, αλλά… άλλο και τούτο. Τους αριθμούς τους τούς έχω εδώ γραμμένους στο χαρτάκι. Όποτε παίρνω όμως χτυπάει μια φορά και μετά λέει είναι κατειλημμένο. Και όταν με παίρνουν εκείνοι, συνήθως την επόμενη μέρα, (τι βιασύνη;) μια- δυο κουβέντες και το κλείνουν. Αυτό είναι, να δεις!” σκέφτεται και κουνάει το κεφάλι με αποδοκιμασία. “Πως εγώ φταίω που δε θα είναι η μαμά τους και φέτος τα Χριστούγεννα εδώ. Μα δε με αφήνουν να τους ρωτήσω. Όλο βιάζονται και βιάζονται. Κι άλλη διαφήμιση; Ένα ρολόι να μετράει και στην αλλαγή του χρόνου άνθρωποι να αγκαλιάζονται και να εύχονται καλή χρονιά…”
 
“Φέτος και εγώ δε θα αφήσω να με βρει η αλλαγή του χρόνου να κοιμάμαι. Όχι, θα μείνω ξύπνιος με όλα τα φώτα ανοικτά. Μήπως να φταίει κι αυτό, ε; Μήπως ερχόντουσαν τα παιδιά και έβλεπαν τα πάντα σκοτεινά και δεν ήθελαν να ενοχλήσουν; Όχι, όχι θα περιμένω. Εξάλλου έχω δώρα τριών χρόνων να τους δώσω. Μόνο να μη σβήσω τα φώτα. Να έχω το τηλέφωνο φορτισμένο και δίπλα μου. Φέτος θα’ ρθουν! Τ’ ακούς πριγκιπέσα μου; Θα’ ρθουν!”
 
ΥΓ* Θυμήσου τους ανθρώπους σου, πριν γίνουν ανάμνηση.
 
Ιωάννα Νικολαντωνάκη

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *