Λίγο φιλότιμο να φανείς άνθρωπος!
Έπιασε να σουρουπώνει. Άλλη μια μέρα ζυγώνει στο τέρμα της. Κοίταξα για λίγο έξω από το παράθυρο κι έπειτα τράβηξα την κουρτίνα. Δεν άναψα το φως. Προτιμούσα το ημίφως τούτη την ώρα. Έδινε μια νότα νοσταλγίας. Πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που διάβαζα τον τελευταίο καιρό και βούλιαξα στον καναπέ. Δεν το άνοιξα φυσικά, μια και στο μισοσκόταδο δεν μπορούσα να διαβάσω. Απλώς το κράτησα στην αγκαλιά μου, για παρέα.
Σήκωσα το βλέμμα μου στην πόρτα. Κάθε σούρουπο, περίμενα καθισμένη στην ίδια θέση, ν’ ακούσω τα βήματά σου απ’ έξω και τα κλειδιά σου να κουδουνίζουν, ψάχνοντας την κλειδαριά. Μα πέρασε καιρός που δεν τα ακούω πια. Η θέση μου ωστόσο, έχει παραμείνει η ίδια. Εκεί, στον καναπέ. Για να μπορώ να κοιτάζω την πόρτα, που, όσο προχωρά η μέρα στη δύση της, αρχίζει κι αυτή να σκοτεινιάζει. Και μαζί της, άλλη μια φορά να σκοτεινιάζει και η ψυχή μου, καθώς άλλη μια μέρα χάνεται η ελπίδα πως ίσως κάτι αλλάξει. Πως ίσως ακούσω ξανά τα βήματα έξω από την πόρτα, ξανά τα κλειδιά να την ανοίγουν, ξανά εσένα να χαμογελάς μπαίνοντας.
Μια ησυχία έχει απλωθεί. Μια ησυχία που μ’ ενοχλεί. Που κάνει τόσο σαματά μέσα μου και με ταράζει. Μα αυτό που με πονά πιο πολύ, είναι το «γιατί» που ποτέ μου δεν έμαθα. Ένα «γιατί» που δεν είπες. Φάνηκες τόσο δειλός. Χάθηκες χωρίς μια λέξη. Εγωισμός; Φόβος; Ποιος ξέρει; Δε χρειαζόταν πάντως κάτι ιδιαίτερο. Λίγο φιλότιμο μόνο. Λίγο φιλότιμο να φανείς άνθρωπος!
Λίνα Κατσίκα