Αν θυμάσαι

Είχαν έρθει τα χελιδόνια, η Άνοιξη ήταν στην αρχή της και αν και νωρίς για την εποχή, το κρύο είχε μαλακώσει. Τα παιδιά δεν τα κρατούσε πια το σπίτι. Κάθε απόγευμα μαζεύονταν στις αλάνες κουβαλώντας αυτοσχέδια παιχνίδια και μια φέτα ψωμί πασπαλισμένη με ζάχαρη. Οι μανάδες καθόντουσαν κι αυτές έξω, σε μικρά σκαμνάκια και κουβέντιαζαν. Όταν σώπαιναν άκουγαν τον αντίλαλο από τις φωνές των παιδιών. Οι μανάδες έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους όπως έμοιαζαν και οι αυλές. Ήταν όμοιες με τις χαμηλές μάντρες, τα ασβεστωμένα μονοπατάκια και τις τενεκεδένιες γλάστρες που μέσα τους άνθιζαν κοράλλια και αρμπαρόριζες. Στις μεγαλύτερες αυλές έβλεπες και δέντρα. Μια λεμονιά και στριμωχτά στο φράχτη και μια κορομηλιά.

Τα παιδιά σκαρφάλωναν κρυφά στις μάντρες και έκλεβαν τα κορόμηλα πριν ωριμάσουν καλά καλά. Στους νοικοκυραίους δεν άρεσε που τους άδειαζαν τα δέντρα πριν προλάβουν να φάνε οι ίδιοι. Έβαζαν τις φωνές και τα έδιωχναν και εκείνα γελούσαν και διασκέδαζαν γιατί την επόμενη μέρα θα ξαναπήγαιναν. Παρασυρόσουν και εσύ από το παιχνίδι και ξέχναγες να γυρίσεις την ώρα που έπρεπε και πάντα επέστρεφες όταν είχε πια νυχτώσει. Ήξερες ότι θα σε κατσαδιάσουν και θα έπεφτε και καμιά σφαλιάρα, ειδικά εάν είχες ματώσει το γόνατό σου. Έτσι, γνωρίζοντας τις συνέπειες, επαναλάμβανες και την επόμενη μέρα την εξερεύνησή σου χωρίς να κάμπτεται η επίμονη σου.

Ήθελες να βρίσκεσαι έξω και να νιώθεις το χώμα κάτω από τα πόδια σου. Να παρατηρείς την κίνηση ενός φύλλου πάνω στο νερό και να φτιάχνεις με αυτό μια σχεδία και πάνω της να ταξιδεύεις τα όνειρά σου. Να κουρνιάζεις στην κουφάλα της γέρικης ελιάς και να γίνεσαι μέρος της. Δεν ήταν όλα πάντα εύκολα και όμορφα τότε. Υπήρχαν και σκληρές στιγμές και μια τέτοια στιγμή ήταν και αυτή. Είχες βρεθεί τυχαία εκεί που κάποιος πριν μερικά λεπτά είχε γκρεμίσει μια χελιδονοφωλιά. Ένα παιδί έριξε το φταίξιμο σε σένα, η δασκάλα πήρε τον ξύλινο χάρακα και σε χτύπησε πολύ δυνατά στις παλάμες. Αυτή η τιμωρία ήταν γι’ αυτήν μέρος της διαπαιδαγώγησης και για σένα ένα πικρό μάθημα ζωής. Δε θυμάσαι από τότε να έχει αλλάξει τίποτα στον κόσμο, το δίκιο το έχει πάντα ο δυνατός.

Από εκείνη την εποχή αποταμίευσες μοναδικούς θησαυρούς. Με αυτήν την επίγνωση παλεύεις την αδιάκοπη αγωνία της ύπαρξης. Διατηρείς αναλλοίωτες τις μνήμες από την αίσθηση που σου προκαλούσαν οι μυρωδιές από τα λουλούδια, το χώμα και τις ασβεστωμένες επιφάνειες, τα χρώματα που ζωγράφιζαν τον ορίζοντα την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, τη λάμψη από τα αστέρια που φαίνονταν τόσο κοντά στη γη και βλέποντάς τα σε αιχμαλώτιζαν, τα παραμύθια που ήταν πιο αληθινά από όλες τις ψευτιές που ακούς καθημερινά και τους ανθρώπους που ήταν αγαθοί και απονήρευτοι και που κατοικούσαν σε σπίτια ξεκλείδωτα μα με καρδιά ανοιχτή!

Παρασκευή Φωτοπούλου

About Παρασκευή Φωτοπούλου

Αγαπώ να διαβάζω και ειδικά Ελληνική Μυθολογία όταν έχω ελεύθερο χρόνο ασχολούμαι με την συγγραφή κειμένων.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει