Κάτι λείπει
I: Μια πρόσκληση για τσάι, μου ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα. Από τότε που μετακομίσαμε με τον Τάκη στο δυάρι δεν υπήρχε μέρα που να μην έριχνα κλεφτές ματιές στο αρχοντικό της Δεββώρας το οποίο βρισκόταν φάτσα κάρτα απέναντί μας. Μέσα μου, χωρίς να το θέλω, είχε φωλιάσει μια μικρή ζήλια. Τι είχε η Δεββώρα που δεν είχα εγώ; Σε δύο λέξεις χωρούσε η απάντηση. Δόξα και χρήμα.
Ανταλλάσσαμε τις καλημέρες μας επί καθημερινής βάσεως, μα ομολογώ πως την πρόσκληση για τσάι δεν την περίμενα. Ανυπομονούσα όμως να περάσω το κατώφλι του αρχοντικού και έτσι αποδέχτηκα την πρόσκληση. Αγόρασα φρεσκοψημένα κρουασάν και τα φορτώθηκα μαζί με μια σπιτική μαρμελάδα βύσσινο που είχα φτιάξει την προηγούμενη. Η Δεββώρα με υποδέχτηκε σε ένα από τα σαλόνια του σπιτιού. Έμεινα να κοιτάω τη χλιδή και την πολυτέλεια που υπήρχε διάσπαρτη γύρω μου. Ή ίδια, ήταν ντυμένη σαν πριγκίπισσα. Στο λαιμό και στα χέρια άστραφταν τα ακριβά κοσμήματά της. Μια βασίλισσα στο κάστρο της, σκέφτηκα, όμως για κάποιο ανεξήγητο λόγο η ζήλια που ένιωθα μέσα μου προηγουμένως είχε ημερέψει. Κάτι στο βλέμμα της Δεββώρας αναλάμβανε την ευθύνη για αυτό.
Η Δεββώρα μου άνοιξε την ψυχή της μπροστά από το ασημένιο σετ τσαγιού και τα διάφορα βουτήματα που υπήρχαν πάνω στο σκαλιστό τραπεζάκι από μαόνι. Μου μίλησε για το τεράστιο κενό που κυριαρχούσε μέσα της, για τη ζωή της που έμοιαζε να μην έχει κανένα νόημα και για την ίδια που δεν μπορούσε να βρει την ευτυχία πουθενά. Η Δεββώρα, που είχε τα πάντα. Σύζυγο να τη λατρεύει, δύο υπέροχα παιδιά, ένα σωρό κόσμο να την υπηρετεί και ώρες ολόκληρες ελεύθερου χρόνου. Αισθάνθηκα άβολα. Εγώ, παρά τις οικονομικές δυσκολίες και τα προβλήματα, δε θα μπορούσα ποτέ να χαρακτηρίσω τη ζωή μου κενή και χωρίς νόημα. Επιθυμούσα βέβαια διάφορα κατά καιρούς και αυτό με ωθούσε στο να κοπιάζω για να τα αποκτήσω. Με τον Τάκη, τίποτα δεν μας χαρίστηκε. Όσο για την ευτυχία, μπορούσα να τη νιώσω μέσα στο πετσί μου διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο, πηγαίνοντας με τον Τάκη σε ένα θερινό σινεμά ή πίνοντας ένα καφέ με την κολλητή μου στο καφενείο του κυρ Μπάμπη. Επιθυμούσα πάντοτε βέβαια να ζω σε αρχοντικό, μα αρκέστηκα στο να θαυμάζω αυτό της Δεββώρας.
Επέστρεψα στο δυάρι μου. «Πως είναι η καινούργια σου φίλη;» με ρώτησε ο Τάκης. «Δυστυχισμένη», του απάντησα και έμεινε να με κοιτάει όλο απορία.
Λ: Με το που διάβασα την ιστορία της Δεββώρας, μου ήρθε στο μυαλό ο Αβδηρίτης φιλόσοφος, ο οποίος έχαιρε σεβασμού και αγάπη από μαθητές του και τον υπόλοιπο λαό. Του έδωσαν το παρατσούκλι Γελασίνος, αυτός που ήταν μόνιμα γελαστός και αντιμετώπιζε τα πάντα με ένα γάργαρο γέλιο. Η αναφορά γίνεται στον σπουδαίο Δημόκριτο. Ανάμεσα στα υπόλοιπα θαυμαστά που είπε, συνόψισε με μεστό τρόπο την κατάσταση ενός ευτυχισμένου ή δυστυχισμένου ανθρώπου.
«Ευτυχής ο επί μετρίοισι χρήμασιν ευθυμεόμενος, δυστυχής δε ο επί πολλοίσι δυσθεόμενος». Από τα βάθη των αιώνων μας χαϊδεύει το κεφάλι ο φιλόσοφος και μας λέει στοργικά και λίγο παιχνιδιάρικα. «Ευτυχισμένος αυτός που με λίγα πράγματα είναι χαρούμενος και δυστυχισμένος εκείνος που έχοντας πολλά πράγματα, δεν μπορεί να χαρεί». Σας θυμίζει κάτι; Σωστά, είναι η ιστορία της δόλιας της Δεββώρας. Προφανώς δε θα τη βάλω στην ίδια μοίρα με άνθρωπο που παλεύει για την επιβίωση τη δική του και της οικογένειας που τυχόν έχει. Υπάρχει ιεράρχηση σε όλα. Προφανώς οι άνθρωποι που παλεύουν με θέματα υγείας και οικονομικά προβλήματα, έχουν τη μερίδα του λέοντος στη συμπάθεια μας.
Δε σημαίνει όμως ότι οι υπόλοιποι συνάνθρωποί μας πρέπει να αντιμετωπίζονται απαξιωτικά. «Έλα μωρέ, λυμένα τα έχει όλα, τι ανάγκη έχει;» είναι η συνηθισμένη φράση για τις περιπτώσεις σαν τη Δεββώρα. Αμ δε. Φαίνεται ότι τα έχει όλα και τελικά της λείπει το σπουδαιότερο. Η ευτυχία. Συνεπώς, ας εστιάσουμε στις δικές μας ζωές. Τι είναι αυτό που μας κάνει ευτυχισμένους; Απαντώντας σε αυτό έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα για μια καλή ζωή. Ώρα δική μας να γίνουμε Γελασίνοι.
Εφημερίδα Αλήθεια, 11.02.20 – Ιωάννα Πιτσιλλή, Λουκάς Αναγνωστόπουλος