Οι αντιθέσεις ενός μουντού Μάρτη

Χαίρετε. Έχουμε κάμποσο καιρό να τα πούμε. Ήταν χειμώνας όταν τα είπαμε τελευταία φορά και πλησιάζει ο Μάρτης προς το τέλος του. Ημερολογιακά μπήκαμε στην Άνοιξη. Ψυχικά όμως δεν τα έχουμε καταφέρει ακόμα. Δεν βοηθάει ο καιρός ούτε η τρέχουσα κατάσταση. Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε αυτή η ιστορία. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική ή κομματική τοποθέτηση καθενός, θα συμφωνήσουμε πως ήδη έχουμε εφτάμισι χιλιάδες νεκρούς και έναν λαό κουρασμένο. Οι υπόλοιποι παράμετροι για την κατάσταση, ξεπερνούν τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Εξάλλου έχουν γράψει τόσοι τόσα πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα. Είναι μια ιστορική περίοδος από κάθε άποψη.

Αυτή την εβδομάδα ο καιρός έχει πολλές και διαφορετικές διαθέσεις. Κυριαρχεί η μουντάδα με μικρά διαλείμματα βροχής και ήλιου. Θυμίζει τη διάθεσή μας κατά κάποιον τρόπο. Συνήθως συννεφιασμένοι, με μικρά ξεσπάσματα χαράς ή λύπης ανάλογα με την περίσταση. Κατέβηκα από το σταθμό της Ομόνοιας και πήρα το δρόμο να φτάσω στη Βάθη. Το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα, διαφορετικές σκέψεις και εικόνες. Τον είδα να προσπαθεί να ανέβει αγκομαχώντας την οδό Χαλκοκονδύλη.

Ρακένδυτος, ταλαιπωρημένος, ένας Χριστός του Κέντρου που κουβαλούσε το δικό του Σταυρό στη δικιά του ανάβαση στο Γολγοθά. Να σπρώχνει το αναπηρικό αμαξίδιο με τα ισχνά του χέρια και στο αποστεωμένο πρόσωπο να στάζει ιδρώτας. Δίπλα του περνούσαν με ταχύτητα αυτοκίνητα, μηχανάκια. Δεν τον ενδιέφερε όμως. Μια ώθηση ακόμα. Δεν ήθελε βοήθεια. Ένα τσιγάρο ή ένα ευρώ για τυρόπιτα. Αχ, πόσες μα πόσες φορές την έχω ακούσει αυτή τη φράση. Μοιάζει σαν καταχνιά που σκεπάζει τόσες ζωές σε αυτά τα στενά.

Ένα αμαξίδιο να ανεβαίνει στην ανηφοριά και δίπλα του να το προσπερνούν αυτοκίνητα και άνθρωποι, σε μια συννεφιασμένη ημέρα. Μου θύμισε μια μέρα, πάλι μουντή, που είδα τα διαβατάρικα πουλιά να πετούν πάνω από τους πυργίσκους και τα σύρματα στις φυλακές Κορυδαλλού. Γεννά ποιητικές αντιθέσεις αυτή η πόλη. Μόνο που με πονάνε πια. Ίσως γιατί στα σαράντα μου χρόνια, έχω καταφέρει μόνο να τις εντοπίσω και όχι να τις αλλάξω.

Μια ώθηση ακόμα. Θα φτάσει η Άνοιξη. Πρέπει να φτάσει. Έχουμε ανάγκη τη λιόφωτη ομορφιά της.

Τα σέβη μου.

Λουκάς Αναγνωστόπουλος

About Λουκάς Αναγνωστόπουλος

Μου αρέσει η γραφή και η έννοια της παρέας. Οι στιγμές που μοιράζεσαι, οι λέξεις που γίνονται ιδέες και αισθήματα. Οι άτακτες ερριμμένες σκέψεις μου  μετατρέπονται σε λέξεις με την ελπίδα ότι ιδέες που μοιράζονται δεν πεθαίνουν ποτέ.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει