Ο Ακροβάτης
Της Λευκοθέας Μαρίας Γκολγκάκη
Εδώ πάλι, σαν να είναι φτιαγμένος από άλλο υλικό, σαν να μην ισχύουν οι φυσικοί νόμοι για αυτόν, βρίσκεται κρεμασμένος πότε από τα χέρια, τα γόνατα και πότε από τον αυχένα του, στριφογυρίζει, αιωρείται με ευλυγισία που την έχουν θαυμάσει και οι πιο ικανοί που περάσανε ποτέ από αυτό το θίασο. Και καθώς ταλαντεύεται, εστιάζει στο να ακολουθήσει πιστά την κάθε του τεχνική την οποία έχει μελετήσει και αναπτύξει βήμα προς βήμα. Βγαίνει πάντα στη σκηνή ξυπόλητος με φορεσιά καθόλου ευφάνταστη, μοιάζει με ερασιτέχνη καλλιτέχνη θα έλεγε το απαίδευτο μάτι, όμως αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά πίσω από την εικόνα, θα διαπιστώσει με σιγουριά πως δεν είναι.
Γνωρίζει πως η παρακμή θα επέλθει σαν ξαποστάσει, σαν κρυφτεί εκεί όπου υπάρχει ζεστασιά και ασφάλεια. Δε φοβάται να πέσει, αρνείται το δίχτυ ασφαλείας, παγίδα καθώς είναι, φτιαγμένο για τους λιπόψυχους. Η τόλμη του αυτή λέει είναι τρανή απόδειξη πως υπάρχει.
Κάθε βράδυ γεμίζει η εξέδρα από κόσμο που έρχεται να τον δει. To πλήθος σπρώχνεται, στριμώχνεται απλά και μόνο για να θαυμάσει αυτή του την πράξη ανδρείας, την τετραπλή περιστροφή στον αέρα ενώ από κάτω υπάρχει το απόλυτο κενό. Χτυπούν παλαμάκια ρυθμικά, ο ήχος αντηχεί σχεδόν εκφοβιστικός κι όμως ο ακροβάτης το νιώθει πως στην πραγματικότητα αυτό που αποζητούν είναι το αναπόσπαστο κομμάτι ενός δραματικού ρεπερτορίου, να τον δουν να πέφτει, να γκρεμοτσακίζεται, μπροστά στα ίδια τους τα μάτια. Κι έτσι θα έχουν την ευκαιρία να πουν: «Ήταν κι αυτός σαν τους άλλους, ένας ακόμη που δεν άντεξε.»
Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος για αυτόν. Η αδράνεια, η μη συμμετοχή, έρχεται σαν νυχτερίδα. Σκούζει κάθε φορά που ο ακροβάτης δειλιάζει, ανοίγει τα φτερά της και τρομακτική καθώς είναι στην όψη, πετάει τριγύρω του. Ο ακροβάτης γνωρίζει πως σαν τα φώτα σβήσουν, αυτή θα μένει εκεί και θα τον περιμένει για να τραφεί με το αίμα του.
Λευκοθέα Μαρία Γκολγκάκη