Γράμματα στη Θεά ΑΘηνά – Η
Αφού δεν ζητάω αυτό από την μοίρα μου
Ήρθε πάλι αυτή, της άνοιξα την πόρτα, μα υπήρχε ένα χαμόγελο φτιαχτό που έκρυβε την απογοήτευση μου. Δεν της δείχνω κάτι άλλο με το χαμόγελό μου αυτό, μα εμένα να με ξεγελάσω δεν μπορώ και να μου δώσω κίνητρο για να είμαι φυσικά χαρούμενος. Όλο αποτελεί προσπάθεια να πάω μπροστά μαζί της, μάταια, ακόμα κι αν δεν το βλέπω.
Γιατί έμπλεξα μαζί της; Άλλο ένα βράδυ που κάθε λίγο θα ξυπνούσα και βλέποντάς την πλάι μου θα αναρωτιόμουν το ίδιο πράγμα. Για να δούμε, θα καταφέρω αυτή τη φορά να κάνω μια προσπάθεια; Δεν την κοροϊδεύω, αλήθεια προσπαθώ να προχωρήσω μαζί της και να δημιουργήσω κάτι καινούριο. Μα πάντα συγκρίνεται μαζί σου και.., πάντα θα χάνει! Νιώθω άδειος όμως μαζί της, το ίδιο άδεια που νιώθεις και εσύ μαζί του. Το νιώθω, το γνωρίζω… Μα πώς να κάνω διαφορετικά, αφού δεν το κουνάς από δίπλα του;
Με ψάχνεις, λες. Τι; Δηλαδή περιμένεις να σου ζητήσω να τον αφήσεις; Σε βλέπω και μου λες ότι μια χαρά είμαι και θα προχώρησα. Σίγουρα θα πήδηξα και 4-5 γκομενίτσες, λες. Σίγουρα, τέρμα αδύνατες, να μου ταιριάζουν καλύτερα, μου λες, ενώ ξέρεις πως ό,τι έφερα δίπλα μου είναι γιατί απλά προσπαθώ να πάω μπροστά. Όμως στεναχωριέμαι που δεν αναγνωρίζεις την απουσία σου στη ζωή μου, αφού εγώ εσένα ζητάω, μα παρ’ όλα αυτά, πάλι κερδίζουν οι ανασφάλειές σου. Εξάλλου, πότε με ένοιαξαν οι 4-5 -και όσες να’ ναι- αφού δε ζητάω αυτό από τη μοίρα μου.
Ανάθεμα το σεβασμό μου και το τεράστιο μάτσο αρχές που κουβαλάω. Πάλι οι διάλογοί μας λικνίζονται στο κεφάλι μου με τη φωνή σου να αντηχεί τέλεια στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Συγκεντρώθηκα για 5’ μιλώντας μαζί της, της πρότεινα να πιούμε ένα ποτό, δεν ήθελε, κλασικά ξενέρωμα και βαρεμάρες. Μου λέει καλύτερα να πιούμε έναν καφέ. Της εξηγώ ότι μετά τις 18:00 ο καφές μεταφράζεται σε μπύρα. Στις 21:00 – 22:00 δε, μεταφράζεται σε σαραντάρι, βότκα, ουίσκι. You name it. Οπότε, πάλι έτσι η σκέψη μου ξεπήδησε και έτρεξε σε σένα. Σε φαντάστηκα στο άνετο σαλόνι μας να συμφωνείς να πιούμε μπυρίτσα κι ας είναι απογευματάκι. Να κρατάς εκείνη τη ματιά σου πάνω μου και να γεμίζω βλέποντάς σε να με κοιτάς, όπως μόνο εμένα κοιτούσες έτσι.
Χαμογελάω στη θύμησή σου κοιτώντας το κενό για κάτι παραπάνω από μια στιγμή και ξαφνικά ξανάρχομαι πίσω, αφού καταλαβαίνω ότι με φωνάζει για τέταρτη φορά.
-Δημήτρη… μ’ακούς;; Σου μιλάω, δε μ’ ακούς τόση ώρα;
-Ναι “κορίτσι μου”, πες μου!
Γυρίζω με τη σκέψη απ’ το ταξίδι στη θύμησή σου, πίσω στην απαλλοτρίωση που ζω και ονομάζω πραγματικότητα. Πάλι θα σε δω και απόψε…
Δημήτρης