Γράμματα στη Θεά Αθηνά – Μ
Μα τούτος δα ο χωρισμός που χει μια πίκρα τόση…
Μα, τι θέλεις τέλος πάντων; Έτρεχα πίσω σου για να σου ξαναποδείξω το αυτονόητο, τον έρωτά μας που πάντα κρατούσαμε κρυφό. Λες και δεν ήξερες ποιος ήμουν. Λες και δεν ήξερες πως όλα για σένα γίνονταν. Δε χρειαζόταν διαφήμιση για να πάρει αξία, το ξέραμε και οι δύο αυτό. Τρεφόμασταν τέλεια απ’ αυτό, με αυτά που όλοι γύρω έβλεπαν και θαύμαζαν. Απλά μας ένοιαζε να κοιμόμαστε μαζί, ν’ ακούμε ροκ στο μικρό ράδιο και να καθόμαστε δίπλα δίπλα. Κι έτσι ξεκινήσαμε εξάλλου, θυμάσαι;
Αναρωτιέμαι γιατί να πίνω και να γράφω όλα αυτά που ποτέ δε θα δώσεις σημασία και δε θα διαβάσεις. Μα όμως, να μου’ χεις παράπονο που πακετάρουμε και αδειάζουμε τη γωνιά μας… Κατακρίθηκα που δε σε κυνήγησα όταν έφευγες. Κι όμως, ακόμα με πονάει εκείνο το βράδυ. Σε’ βλεπα να φεύγεις κλαίγοντας και χωριστήκαμε αφού χαιρετήσαμε το σπίτι μας. Γιατί λοιπόν, ψυχούλα μου, να σου ξαναποδείξω το αυτονόητο; Ένα χρόνο μετά κι ακόμα κανείς δεν ξέχασε. Για όλους είμαστε ακόμα ένα. Όποιος μας βλέπει, όποιος μας ζει, παρατηρεί ότι δε μιλάμε δυνατά, δεν περπατάμε περήφανα και δεν είμαστε ευτυχισμένοι.
Κατέβασα άλλη μια γερή γουλιά απ’ το ποτό. Λες και δεν πίνω νιώθω… Εκνευρίζομαι ακόμα όμως που πίστεψες στ’ αλήθεια ότι θα μπορέσω να σε αντικαταστήσω. Νόμιζες πως επειδή κοιμόταν άλλη δίπλα μου θα μπορέσει να πιάσει τους παλμούς σου; Τα συναισθήματά μου είναι ακόμα καταχωνιασμένα, σε περιμένουν να βγουν πάλι, να λιαστούν μαζί σου στον ανοιξιάτικο ήλιο. Δεν αλλάζουν πρόσωπο τα συναισθήματα… το δικό σου δε, με τίποτα!
-Δημήτρη μου, κράτα με αγκαλιά, τελευταία βράδια, το πρωί δε με κρατάς και ξυπνάω μόνη μου.
-Σε έχω αγκαλιά, μικρή μου, εδώ είμαι.
-Μην τυχόν πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου… θέλω να κοιμόμαστε μαζί, αγκαλιά.
Κοίταξα το ψηλό ποτήρι, χωρίς να σκέφτομαι ότι η βότκα με λικέρ καφέ πάει σε χαμηλό ποτήρι και απλά το κατέβασα όλο. Νομίζω ήταν το πέμπτο, αλλά και τι με νοιάζει; Καληνύχτα θα σου λέω, μέχρι να ξημερώσει..
Γιάννης Δημήτρης Μποζαμπαλίδης