Περί θαυμασμού
Τι να το κάνω να με θαυμάζει όλος ο κόσμος; Νιώθω ασήμαντη όταν δεν μπορώ να κάνω εσένα να με θαυμάσεις. Εξάλλου, ποτέ δε με ένοιαζε η γνώμη του άλλου προτού γνωρίσω εσένα. Πάντα αναγνώριζα το κίνητρο πίσω από κάθε λέξη. Από μικρή εξέφραζα τα θέλω μου τόσο έντονα που προκαλούσαν τον όλεθρο, λες να χρειάζομαι την επιβεβαίωση να τονώσει τη δύναμη μου;
Κι όμως, να που τόσα χρόνια μετά, τα ταλέντα μου ξαφνικά άρχισαν να θέλουν χάδια! Τα δικά σου χάδια. Και να τα τώρα που σήκωσαν ξαφνικά κεφάλι και χρειάζονται κάποιον να τα αγαπά. Σαν παιδιά που ξυπνούν από εφιάλτη φοβισμένα, σαν να βαρέθηκαν το άγριο που ζούσαν, σαν να κύλησε μέσα τους το συναίσθημα και τα ζωντάνεψε, δεν ξέρω σαν τι κι ούτε και με νοιάζει τι’ πάθαν ξαφνικά τα ρημαδιασμένα.
Μόνο να με τρομάζουν τις νύχτες ξέρουν πια. Να ουρλιάζουν με σπαρακτική φωνή: «εσύ μας έμαθες στο χάδι» κι έπειτα να κλαίνε γοερά παρατηρώντας σε ντροπιασμένα, απογοητευμένα και προσβεβλημένα πίσω από τις γρίλιες να χαϊδεύεις οτιδήποτε άλλο προσπαθεί να βαπτιστεί προσπάθεια, να αγαπάς οτιδήποτε άλλο κερδίζει το θαυμασμό πίσω απ’ την ιδιότητά του και όχι απ’ την ικανότητά του. Στέκουν εκεί να σε κοιτάζουν καθώς ψιθυρίζουν: «εσύ μας νοιαζόσουν»…
Μαρία Χαρίτου