Από τη μέρα που ‘φυγες, μανούλα μου

Μανούλα μου,

δεν ξέρω που θα έφτανα 
για μια αγκαλιά σου ακόμα. 
Σε τι δρόμους κακοτράχαλους 
θα μάτωνα τα πόδια μου
αν να σε φτάσω, μου ‘λεγαν, θα μπόραγα
για ν’ άκουγα το γέλιο σου ξανά. 
 
Μανούλα μου,
όλων η αγάπη γύρω μου, 
δες μοιάζει τόσο λίγη 
μπρος στη δική σου άδολη 
κι απέραντη αγάπη.
Και πώς να μάθω τώρα εγώ 
χωρίς αυτήν να υπάρχω, 
που τρόπο να το κάνω
δε μου ‘μαθες ποτέ; 
 
Μανούλα μου γλυκιά,
μεγάλωσα το ξέρω. 
Κι έχω το χρέος
δύναμη να βρω να συνεχίσω.
Με τη σειρά μου
βράχος ακλόνητος να γίνομαι 
γι’ αυτά τα πλάσματα
που εμένα τώρα με φωνάζουνε μαμά 
κι άδολη αγάπη 
στη διψασμένη τους ψυχή 
ακούραστα και τρυφερά 
κι εγώ να εναποθέτω. 
 
Μα είναι στιγμές 
που ξαναγίνομαι παιδί. 
Μικρό και παραπονεμένο. 
Και σε ζητώ.
Και το χαμόγελο σου ψάχνω 
για να μπορώ να χτίζω σκαλοπάτια 
σε γη και ουρανό. 
Και λαχταρώ τα λόγια σου 
και τα μαλώματά σου. 
Κι όλα τα “σ’ αγαπώ” σου
λαχταρώ κι αποζητώ. 
Σαν διψασμένη άνυδρη γη 
που τη βροχή προσμένει. 
Φάρος που τον αφήσανε 
να φέγγει μοναχός, 
σαν τα καράβια κάποτε αλλάξανε τη ρότα τους.
 
Μανούλα μου,
τη μέρα που ‘φυγες 
άνοιξε τρύπα στο στερέωμα θαρρείς 
και ξάφνου άδειασε ο κόσμος μου, καρδιά μου. 
 
Πού να κοιτάξω να σου πω 
πόσο πολύ σε αγαπάω; 
Όπου τα χέρια κι αν ανοίγω 
μένει ορφανή η αγκαλιά.
Κι ούτε το δάκρυ σταματά. 
Κι ούτε η ψυχή μερεύει.
 
Φωτιά, ρε μάνα, ήτανε αυτός ο χωρισμός! 
 
Κι έκαψε τη ζωή μου…
 
Κατερίνα Πανταλέων 
 
Φωτογραφία: Γιώτα Μπαλτζή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *