Κόκκινες εσπαντρίγιες

 
Της είχε δώσει ραντεβού στο Θησείο, παράλληλα με τις γραμμές του ηλεκτρικού. Είχε σκοπό μετά τη συνάντησή τους να την πήγαινε στο αγαπημένο της καφέ για ζεστή σοκολάτα με κανέλα και μπαχαρικά που τη λάτρευε. Κοιτούσε το ρολόι του ανυπόμονα και σκούπισε τις λιγοστές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του, αποτέλεσμα της αγωνίας του.
 
Δεν βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο, μα του μύρισε ξαφνικά Chanel no 5, στον αέρα. Γύρισε και είδε έναν άγγελο με τη μορφή της. Τόσο όμορφη ήταν που αγγελόφερνε. Θα έπαιρνε όρκο ότι είδε το φωτοστέφανό της να γέρνει πάνω στις πύρινες ανταύγειες των μαλλιών της. Έκανε κίνηση να το ισιώσει σαν υπνωτισμένος μα δειλά μάζεψε το χέρι του.
 
Της πρόσφερε το κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε και της είπε «μείνε». Ήταν μια μόνο παράκληση μα εκείνη ήξερε ότι αυτή η τόσο δα μικρή ικεσία στέγαζε μέσα της πολλές πολλές απελπισμένες μικροπαρακλήσεις. «Μείνε να σου μιλήσω», «Μείνε να σε αγκαλιάσω», «Μείνε στη ζωή μου», «Μείνε για πολύ».
 
Του χαμογέλασε βεβιασμένα, υποτονικά, νευρωτικά, είπε ένα ξερό «Ευχαριστώ» παίρνοντας άγαρμπα το τριαντάφυλλο, «Μη τα ξαναλέμε» συνέχισε την κουβέντα της και έφυγε.
 
Καθένας πήρε το δρόμο του με το κεφάλι σκυφτό. Λίγα μέτρα πιο ‘κει εκείνη άφησε το τριαντάφυλλο να της πέσει από τα χέρια. Φεύγοντας το πάτησε με τις καινούργιες της κόκκινες εσπαντρίγιες. Λίγο κόκκινο υπήρχε τώρα στις σόλες των παπουτσιών της να της θυμίζει εκείνον. Το φωτοστέφανο έπεσε στο δρόμο λίγο παρακάτω.
 
Εύα Κοτσίκου 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *