Η μηλιά

Ήταν από εκείνο το ζεστό φως το άσβεστο. Ήταν εκείνο το κύμα που σε τραβάει μέσα του. Ήταν το λευκό που κανείς δεν μπορούσε να φορέσει…
Κι όσο ιδρώνουνε τα χέρια μου και σε μια θέση δεν μπορούνε να σταθούν, σου λέω πως ήταν ολόκληρη η μηλιά του κόσμου. Ο άσπρος αφρός τους τέσσερις τοίχους μου και η αθέατη κλειδαρότρυπα της πόρτας μου. Και εγώ… και εγώ φανταζόμουν πως ήμουν ο αέρας στα μαλλιά της, το τσιγάρο κι η πνοή της, το ρίγος των δακτύλων της.
Κι ύστερα, μα γιατρέ τόσα χρόνια μετά, που δεν έχω πια με τι άλλο να σου πω, απ’ την παραφροσύνη μου και εκείνο το περιττό κομμάτι απ’ το στήθος μου, το έδωσα στους φτωχούς του κόσμου να χορτάσουν. Μα γιατρέ, προτού με πας πίσω στο κελί μου, μα γιατρέ, για τελευταία φορά άφησε το παραθυράκι ανοιχτό, να δω απ’ των ονείρων την αυγή τον ήλιο να χαράζει.
 
Γιάννης Πατσιατζής

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *