Ο κόσμος της ντροπής

«Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σε  όλους όσους έζησαν στον κόσμο της ντροπής και ξέφυγαν, σε όλους όσους παλεύουν να ξεφύγουν από αυτόν και σε όσους μας άφησαν. Και φυσικά σε όλους όσους ήταν δίπλα μου σ’ αυτό το αγώνα» 

Θυμάμαι μικρή έκτιζα καστράκια στην άμμο και χαιρόμουνα όταν ο πατέρας μου μού αγόραζε ένα γλειφιτζούρι. 

Όμως πάντα, ένιωθα πως με κυνηγούσε ένας άλλος κόσμος, ένας κόσμος αλλιώτικος, τρομακτικός .  

Και έτσι έτρεχα, έπαιρνα το ποδήλατό μου και έτρεχα όσο πιο μακριά μπορούσα. 

Και τα καστράκια στην άμμο, έγιναν «τείχη προστασίας» και για φίλους είχα τον πόνο, την ενοχή και την ντροπή. 

Αφού οι  χαρακτηρισμοί έδιναν και έπαιρναν: “μαύρο πρόβατο”, “άχρηστη”, “αποτυχία”. 

Και όλοι αυτοί οι λιθοβολισμοί με οδήγησαν σε εμμονές, σε κρίσεις πανικού και σε χάπια του τρελογιατρού.  

Και εκεί που ήθελα να πω “σ ‘ αγαπώ” έλεγα “σε μισώ” και εκεί που ήθελα να πω “ναι”,
 έλεγα “όχι”. 

Και δεν άργησαν να έρθουν οι εξαρτήσεις, το αλκοόλ και οι ουσίες. 

Και δεν άργησαν να έρθουν και οι απόπειρες αυτοκτονίας και τα στερητικά σύνδρομα της απώλειας εκείνης, της γοητείας των ουσιών και του αλκοόλ. 

Ο πόνος από τα στερητικά σύνδρομα στο σώμα μου ήταν αφόρητος, σχεδόν θανατηφόρος. 

Και έτσι μπήκα και εγώ μέσα στον κόσμο της ντροπής. 

Κατέρρευσα. Αλλοιώθηκα. Γκρεμίστηκα. 

Ο καθρέφτης έγινε ο μεγαλύτερός μου δάσκαλος. 

Μου έδειχνε καθημερινά τι είχα γίνει, πώς είχα καταντήσει. 

Λυπήθηκα και σιχάθηκα τον εαυτό μου. 

Και όσο έλεγα έπιασα πάτο, ερχόταν ένας άλλος πάτος, πιο βαθύς. 

 Γιατί η κόλαση δεν έχει πάτο.  

Και οι «φίλοι», και οι «ερωτικοί σύντροφοι»  έφυγαν και αυτοί, βλέπεις ήθελαν μόνο ώπα– ωπα και χορούς και γέλια και χαρές.  Στα δύσκολα λίγοι μένουν. Πολύ λίγοι. 

Δεν υπήρχε άλλος κόσμος για εμένα, μόνο ο κόσμος της ντροπής. 

Ο κόσμος του εξευτελισμού και της μηδενισμένης αξιοπρέπειας. 

Και όταν είπαν οι γιατροί «Την χάνουμε», ένα αγγελικό ραβδί με άγγιξε και ξύπνησα. 

Ξύπνησα και τα είδα όλα αλλιώς, αφού ο θάνατος με πλησίασε σαν ένας άλλος λυτρωτής. 

Και έτσι πήρα φόρα, πήρα φόρα και από τον κόσμο της ντροπής πήδηξα στον κόσμο της ελπίδας.  

Το έκανα, το έκανα με όποιο κόστος. Πάτησα σε κάθε ελατήριο που μου δόθηκε σαν χείρα βοηθείας και περνώντας μέσα από αυτό το σκοτεινό κόσμο της ντροπής βρέθηκα στον κόσμο της ζωής. 

 Ελπίδα υπάρχει. Πάντα θα υπάρχει. 

Αν λοιπόν και εσύ δίνεις έναν τέτοιο αγώνα, να ξέρεις ότι τον αγώνα σου αυτό λίγοι, πολύ λίγοι θα τον κατανοήσουν. Και δεν πειράζει, δε σε αφορά, εσύ πάλεψε! 

 Και πολλοί θα σε αμφισβητήσουν, πολλοί θα σε λιθοβολήσουν και πολλοί θα σε απορρίψουν και πολλοί θα σε κρίνουν άσχημα. 

Μη δώσεις όμως σημασία.  Κλείσε τ’ αυτιά σου στις κακεντρέχειες του καθένα και αγωνίσου! Ξέρω πώς είναι, αλλά αγωνίσου και ζήσε! Επιτέλους ζήσε!  

Και αυτούς που θα μείνουν δίπλα σου στον αγώνα σου αυτό, κοίτα να τους εκτιμήσεις και να τους κρατήσεις στη ζωή σου, σαν ένα θησαυρό ανεκτίμητο.  

Ζήσε, ζήσε! Αγωνίσου, πάλεψε! 

Μαρία Τσιντίδου 

About Maria Tsintidou



Έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στην Κύπρο. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουνα γεμάτη ανησυχίες, για την ανθρώπινη φύση, για την αγάπη, για τον ψυχισμό μου σε πνευματικό επίπεδο.


Το 2002, ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Τμήμα Νομικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου φοίτησα 3 έτη. Στη συνέχεια με κέρδισε το θέατρο και το γράψιμο. Ήταν οι οδοί μου, προς την ανακάλυψη του εαυτού μου και των ανθρώπων γύρω μου.


Έκανα ερασιτεχνικό θέατρο στη Θεσσαλονίκη για 5 χρόνια και παράλληλα έγραφα μικρά θεατρικά για παιδάκια του νηπιαγωγείου.


Όμως η ζωή τα έφερε έτσι και μετά από 8 χρόνια στη όμορφη Θεσσαλονίκη, επέστρεψα στην Κύπρο συνέχισα τις σπουδές μου, πήρα το πτυχίο μου και εμβάθυνα περαιτέρω στη Νομική.


Όμως η ζωή μου εκφράζεται μέσα από την αγάπη μου για το γράψιμο, το θέατρο αλλά και το διαλογισμό που με φέρνει στο κέντρο μου.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει