Το ένιωσα

Το Ένιωσα! Πολύ δικό μου. Ένα μικρό απόσπασμα στο video “Ι felt it”. Στο στέλνω ολόκληρο. Το ένιωσα δεν μπορώ να τ’ αρνηθώ. Σε ματιά άξαφνη έζησα το πιο γλυκό μέλλον δίπλα του, και πώς να ξεχάσω τα χέρια του γύρω μου; Πώς να κάψω τόσους στίχους; Υπάρχει ζωντανός στις σελίδες μου. Σαν αλληλογραφία εποχής σε νοσταλγία να βρει τις λέξεις μου μπροστά του.

Πόσο θα γαλήνευε; Πώς να σηκώσω τόση αδικία των ονείρων μου; Πώς ο χρόνος ο σκληρός θα μας στερήσει την νιότη μας; Σε πόσα δάκρυα να κρύψω τον πόθο μου για τις στιγμές τις αιώνιες στο σώμα του; Πόσα καλοκαίρια και χειμώνες δε θα βρει το δικό μου; Πώς αυτά τα χείλη τα χώρισε ο Θεός και τα ρίξε σε πόλεμο; Πόσο φτωχή η ύπαρξή μου αν δεν είναι ο πλούτος του κοντά μου, και τι να παραχωρήσω από μετά στον μάταιο κόσμο αφού δε με έχω;

Σε νύχτες φυλακισμένες να μην ενώνομαι με πάθος, να μην γεμίζω από’ κείνον… Σε μέρες δυστυχισμένες να γυρεύω το λάθος. Είναι η θλίψη μου ασήκωτη και η αγάπη μου βαθιά. Τον άνθρωπο μου να πενθώ. Θα αγγίζουν το “κορμί μου” αλλά χέρια. Άλλα χέρια θα τον έχουν. Ποια αρώματα θα’ χουν αξία και ποιο φεγγάρι να κοιτάξω; Τόσο πολύ κρυώνω και μια αγκαλιά αχόρταγη πληρώνω. Είναι ο πόνος μου βαρύς. Την ομορφιά του κόσμου γύρω μου δε βλέπω. Με κεριά να αργοσβήνουν να μετρώ τη ζωή μου. Θα ρημάζει το μέσα μου χωρίς τα χάδια του. Θα βαραίνουν τα μάτια μου. Θα προσκυνούν σε μνήμες που με κοίταζε. Τον αγαπώ σαν τον Χριστό. Σαν νερό τον διψώ. Σαν δέντρο δίχως ρίζες το είναι μου τον ζητά.

Πόσα αμέτρητα δεν ειπώθηκαν αντικριστά και πόσες σιωπές σε διάλογο των ψυχών μας; Εμείς δε γευτήκαμε… Σε μέρη άγνωστα δεν περπατήσαμε. Σε κήπους δεν παίξαμε και αυτά τα κόκκινα τριαντάφυλλα που τόσο αγαπήσαμε… γιατί δεν τα κρατήσαμε; Σε θάλασσες δεν ξανοιχτήκαμε. Γλυκά στον ήλιο να πλέουνε τα κορμιά μας. Σε αμμουδιές δεν τρέξαμε. Παιδιά δε νιώσαμε. Με γέλια και φιλιά να τυλιγόμαστε. Πόσα, Θεέ μου, στέρησες από την ευτυχία;

Εγώ το’ νιωσα πως είναι αυτός. Το’ ζήσε η καρδιά μου που τώρα αιμορραγεί, κι είναι που δε θα μάθει ποτέ να γελά σαν παιδί. Να γίνεται ανήμπορο μωρό στην αγκαλιά μου. Τόση στοργή, Θεέ μου, γιατί του τη στέρησες; Πώς θα ευτυχίσει ο άνθρωπός μου; Πώς θα περιπλανηθεί σε αγάπης μέρη, σε ομορφιές να ζωγραφίζουν τον θλιμμένο του κόσμο… Πώς η ψυχή μου θα προσφέρει στην πολύτιμη ζωή μου του την τόση μου αγάπη και τι θα κάνω; Θα την αφήνω να κείτεται, να αργοπεθαίνει μέσα μου παίρνοντας με μαζί της. Κι είναι, Θεέ μου, που τα τόσα δακρύων μου χαρτιά και οι στίχοι των παλμών μου δε θα βρουν τον παραλήπτη. Όπως το ποίημα μου με το όνομά του. Το τόσο φωτεινό στα σκοτάδια μου θα μείνει κι αυτό με τον καημό. Μια ταπεινή εξομολόγηση που δεν τον βρήκε. Ω, άδικο, θεέ μου, το’ νιωσα το άλλο μου μισό… και το’ χασα!

Rosa (Φιλιώ Ρουμελιώτη)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *