1 Απριλίου 2022
Share

Στη χώρα του μαστίγιου και του φαγωμένου καρότου

«Όταν τα πόδια λυγίζουν από το βάρος του ζυγού,
πάψε με γαλήνια ενατένιση να καρτεράς
φαντασιοκοπήματα»

 

Γράφει η Μαρία Γκολγάκη.

Η ιστορία θέλει τον γάιδαρο, ένα κατεξοχήν ζώο φορτίου και έλξης, να βλέπει το καρότο μπροστά του και να πορεύεται άβουλα. Στην πραγματικότητα, αν τον εκπαιδεύσει ο ζευγολάτης, ριζώνει βαθιά στο νου του αυτό που πρέπει να κάνει και έτσι κατηφής όπως πάντα μοιάζει, ενεργεί αυτόματα. Προχωράει, νωχελικά μεν, όμως προχωράει. Εκεί, φορτωμένος με τα κοφίνια στα πλαϊνά του, να γέρνει πότε αριστερά πότε δεξιά μπας και ελαφρύνει το βάρος που κομίζει. Μάταια! Μήτε αριστερά, μήτε δεξιά βρήκε ποτέ του ανακούφιση﮲ το αντίθετο, μάλιστα. Πάλευαν τα κοφίνια αναμεταξύ τους ποιο θα γεμίσει περισσότερο, ποιο θα τον καθίσει κάτω πιο πολύ, κάποιες στιγμές μπερδευτήκαν και αναμεταξύ τους, ώσπου τα’ χασε ο γάιδαρος.

Από την εποχή της μεταπολίτευσης και για αρκετό διάστημα αργότερα, οι μπαχτσέδες γέμισαν καρότα. Κι αν φάγαμε από δαύτα! Οι ξενοκίνητοι πολιτικοί ταγοί σήκωσαν τα μανίκια, μπήκαν στα δικά μας δουλεμένα χωράφια, έκοψαν κάμποσα και με ύφος ιταμό, μας τα μοίρασαν. «Δικά σας», είπαν, επιδεικνύοντας προκλητικά την κυριαρχία τους. Τα συγκεκριμένα λοιπόν ζαρζαβατικά, ειδικής και σπάνιας ράτσας, είχαν την ίδια ουσία με τα γνωστά παραισθησιογόνα μανιτάρια. Κοινώς, σου έδειχναν την πίσω πόρτα του Παραδείσου. Τα έτρωγες, γέμιζε η ψυχή με τέρψη, ξεχνούσες όμως πως κάποια στιγμή θα στερέψουν και τότε θα ξαναβγεί το μαστίγιο. «Τις ψευδαισθήσεις τις καλωσορίζουμε επειδή μας απαλλάσσουν από αισθήματα δυσαρέσκειας και μας επιτρέπουν να απολαμβάνουμε στις θέσεις τους ικανοποιήσεις. Δεν πρέπει να παραπονιόμαστε, λοιπόν, όταν πού και πού έρχονται σε σύγκρουση με κάποιο κομμάτι της πραγματικότητας και γίνονται θρύψαλα πάνω τους», αναφέρει ο Φρόυντ. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που έγινε θρύψαλα ήταν το σεντούκι που κρατούσαμε φυλαγμένο, με την ελπίδα πως κάποτε θα είχαμε τη δυνατότητα να βάλουμε κάτι μέσα. Κάτι για τα γεράματα, βρε αδερφέ.

«Όταν στην καρδιά σου μπαίνουν μέσα περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά, είναι καφενείο», τραγούδησε η Δούκισσα το 1977. Λίγα χρόνια αργότερα, οι καρδιές μας καλωσόριζαν με θέρμη, έναν μετά τον άλλον τους μαστιγοφόρους λυτρωτές, οι οποίοι σε εναλλάξ ρυθμό υπόσχονταν παντοτινή αγάπη και γιάτρεμα πληγών. «Για ένα καλύτερο αύριο» καταπώς έλεγε και το προεκλογικό σύνθημα που διάβαζαν με εμβρίθεια στο φλιτζάνι οι καφετζούδες- πολιτικοί αρχηγοί. Αντ’ αυτού, το μόνο που έβλεπαν, ήταν το κατακάθι στον πάτο, χωρίς μάλιστα να επιστρατεύουν μαντικές ικανότητες. Κάπως έτσι έγινε η απομυθοποίηση, κάπως έτσι τα ιδανικά εξανεμίστηκαν. Διότι αυτό που περιμέναμε, επί της ουσίας, δεν ήταν χάιδεμα στην πλάτη, το ξέραμε πως δεν γίνεται έτσι. Προσδοκούσαμε όμως, να απολαύσουμε εκείνο τον ρημαδοκαφέ για μιαν στιγμή, γιατί στο κάτω-κάτω, το δικαιούμασταν μετά από τις πολλαπλές βουρδουλιές, και όχι στην πρώτη τζούρα να μας σηκώσουν κακήν κακώς από το τραπέζι και να περάσουμε ξανά τα ίδια. Μαστίγιο και πάλι μαστίγιο.
Θα μπορούσαμε να πάρουμε τα πανό και να κατέβουμε στο Σύνταγμα, το έχουμε κάνει άπειρες φορές άλλωστε. Όμως κάτι γίνεται με τον ήχο στο κτίριο της Βουλής. Είναι καλά μονωμένο και οι φωνές διαμαρτυρίας δεν περνάνε μέσα. Κάπου ανάμεσα στην χαρτούρα και στον ετήσιο ισολογισμό, κάπου εκεί ξεθωριάζει ο ήχος της φωνής μας.

Το μαστίγιο πονάει πιο πολύ τώρα και νιώθουμε διπλά και τριπλά τις ξυλιές πάνω μας. Έγινε βίωμα βαθύ πως το χέρι που το κρατάει δίνει μια μόνο κατεύθυνση. «Προχώρα», λέει, ενώσω εμείς διαβαίνουμε τις Συμπληγάδες και στην πορεία αυτή, οι ταμπέλες γράφουν: ανεργία, χαμηλοί μισθοί, υπέρογκοι λογαριασμοί, αβεβαιότητα άνευ προηγουμένου. «Σήματα λυγρά», ολέθρια σημάδια, όπως αναφέρει ο μεγάλος ποιητής μας, ο Όμηρος, στην Ιλιάδα, που ακόμη και ο μεγαλύτερος μύωψ, τα βλέπει. «Προχώρα», λέει το χέρι και στο άκουσμα αυτής της στερημένης από αγαθές προθέσεις λέξης, ξινίζουν τα αυτιά μας, χάσκουμε στο άκουσμα της.

Οι ζωές μας δεν είναι ζήτημα στατιστικής, αυτό είναι ξεκάθαρο. Παθητική αποδοχή, μειλιχιότητα -μιας και δεν περιμένουμε τίποτα πια – ή ανυποταξία; Ό,τι και αν διαλέξουμε, ένα μονάχα πράγμα δεν μπορούμε να κάνουμε: Να αγνοήσουμε τα σημάδια. Θα μπορούσαμε να αισθανθούμε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε το μαστίγιο, ή να τα ξεχάσουμε όλα με την υπόσχεση μιας νέας σοδειάς καρότων. Όμως ο σκοπός έπαψε προ πολλού να είναι πρακτικός, να είναι αναγκαίος, έγινε φάλτσος κι ασύμφορος.

Λέγεται πως ο Διογένης πέθανε σε μια αποτυχημένη απόπειρα να φάει ένα χταπόδι ζωντανό. Πίστευε πως μπορούσε και πέθανε προσπαθώντας. Γνωρίζουμε, επίσης, πως ο γύπας φέρνει στους νεοσσούς αναμασημένη τροφή. Εμείς, ούτε ο Διογένης είμαστε, ούτε τα στερνοπούλια του γύπα και αναμφίβολα, δεν είμαστε γάιδαροι. Ο απόλυτος ρεαλισμός, πραγματοποιείται μονάχα σε κλίμα επίγνωσης: Το μαστίγιο επιβάλει στάση καμπουριαστή και η τροφή κάθεται σαν μολύβι όταν το στομάχι είναι διπλωμένο. Κάτω από την αιγίδα του δικαιώματος να προστατεύσουμε από αλλοίωση την ύπαρξη μας, βρίσκεται η νόμιμη αξία μας. Οι αναλογίες πρέπει να τηρηθούν. Με τίποτα δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτό.

Μαρία Γκολκάκη

About Λευκοθέα Μαρία Γκολγκάκη

Ονομάζομαι Λευκοθέα Μαρία Γκολγκάκη και ζω στην Αθήνα. Γράφω γιατί δε νιώθω εγώ όταν κάνω το αντίθετo.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει