Το σκουπιδιάρικο
Άνοιξα δυο μαύρες σακούλες και τα έριξα όλα μέσα. Τις κατέβασα κάτω και τώρα περιμένω το σκουπιδιάρικο να ‘ρθει να τις πάρει. Όχι, δεν τις έδεσα. Ας πάρει ό,τι θέλει ο καθένας από μέσα. Εγώ δεν αναγνωρίζω πια τίποτα από αυτά ως δικό μου.
Είμαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Ούτε εσύ θα με αναγνώριζες αν με συναντούσες τυχαία στο δρόμο. Κάθε που ξημερώνει ακούω ένα χτύπο στην πόρτα μου. Μου ανοίγω σιγά σιγά να μη με τρομάξω και τραβάω την καρεκλά να καθίσω.
Καθόμαστε παρέα, κοιτάζει η μια την άλλη κατευθείαν στα μάτια και μιλάμε ώρες ατελείωτες. Άκουσα το σκουπιδιάρικο που πέρασε. Πάει, τελειώσαμε και μ’ αυτό. Ξεμπερδέψαμε. Καθάρισε ο τόπος.
Θες ζάχαρη στον καφέ σου; Με ρωτάω σαν να μη συναντηθήκαμε ποτέ ξανά. Το σκουπιδιάρικο απομακρύνεται. Το ακούμε και σκάμε στα γέλια. Χαιρετιόμαστε και πάει η καθεμιά στο σπίτι της. Με μειωμένο φορτίο πια. Και χωρίς αναμνήσεις. Ήταν όλες μέσα στις δυο μαύρες σακούλες. Και, χώρεσαν όλες, καμιά δεν ξέμεινε.
“Και αύριο; Τι θα κατεβάσεις στα σκουπίδια;” Με ρωτάω. Δεν αγοράζω πλέον μαύρες σακούλες, “δεν έχω κάτι για να βάλω μέσα”, μου απαντάω και δυναμώνω επιδεικτικά τη μουσική για να με βλέπω.
Ελένη Καρβουνάρη