Έπαιξαν και έχασαν
Πώς δύο άνθρωποι, που στο παιχνίδι του έρωτα και της αγάπης, καταλήγουν και οι δύο ηττημένοι;
Πώς αυτοί οι άνθρωποι δεν ανταμώνουν πια;
Πώς κόβονται οι καλημέρες και στερεύουν τα μηνύματα;
Είναι γιατί δεν είχαν σύμμαχό τους την εμπιστοσύνη.
Είναι γιατί δεν είχαν σύμμαχό τους, τον αμοιβαίο θαυμασμό.
Είναι γιατί δεν είχαν για σύμμαχο, την κατανόηση.
Πολλά τα γιατί!
Είχαν για σύμμαχο την παρανόηση.
Σύμμαχοι, στην ανασφάλεια και στον εγωισμό.
Δώσανε προτεραιότητα στην καχυποψία και τη λάθος αντίληψη για τα πράγματα.
Δεν αφέθηκαν.
Επικράτησε η κτητικότατα που διαστρέβλωσε τα πάντα.
Νίκησε η λανθασμένη εικόνα που είχε ο ένας για τον άλλον.
Και το πάθος και ο έρωτας, που υποτίθεται υπήρχαν, κάηκαν μέσα στη φλόγα του ανύπαρκτου σεβασμού.
Τα «σ’ αγαπώ» γίνανε καρφιά, να περπατήσει η φυγή.
Και τα «σε θέλω» έκαναν φτερά και χάθηκαν στον απόηχο της αλλοφροσύνης.
Επικράτησε η κριτική, η δυσπιστία και η αμφισβήτηση.
Ο «έρωτας» μια ξεχασμένη εκκρεμότητα, σ’ ένα παλιό σκονισμένο συρτάρι, με κάτι ανατολές που έδυσαν.
Και η «αγάπη» τους, ντράπηκε και χάθηκε σε άλλες αγκαλιές.
Δύο ξένοι, που μοιράστηκαν μια στιγμιαία ειλικρίνεια, τόσο κράτησε.
Που κάποτε λαχτάρησαν ο ένας τον άλλον όσο τίποτα. Ή μήπως τελικά όχι;
Και τώρα ηττημένοι πια, λες και δεν κοιτάχτηκαν πότε στα μάτια, σαν να μην διασταύρωσαν πότε βλέμματα και διαδρομές κάτω από μία όμορφη πανσέληνο.
Πλέον άγνωστοι, περιπλανώμενοι στο χάος των συναισθημάτων τους.
Δυο ξένοι, που δε θα ανταμώσουν ποτέ ξανά.
Που το ενδιαφέρον έγινε πια άρνηση.
Και ο μόνος νικητής είναι η ήττα.
Ο ένας μισεί το άρωμα του άλλου, που κάποτε το λάτρευε.
Και αρχίσανε οι υπόνοιες για δήθεν συνωμοσίες, που έρχονται με μένος και ζωγραφίζουν το τέλος, σ’ έναν ανολοκλήρωτο πίνακα που κακοποίησαν.
Πλέον δύο άγνωστοι, αποξενωμένοι, και από το απολύτως τρελαμένοι στο απολύτως τελειωμένοι, στεγνοί.
Έπαιξαν και έχασαν.
Μαρία Τσιντίδου