Η σειρά

Εκείνος. Κάθεται στην αίθουσα αναμονής. Έχει τα μάτια κλειστά. Το αριστερό του χέρι ακουμπάει στη δεξιά μεριά του στήθους του. Από τους μορφασμούς του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει πως υποφέρει.  Θα είναι τριάντα χρόνων, ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Εκείνη. Ίσως λίγο μικρότερη, κάθεται στο πλευρό του. Έχει πλούσια μακριά μαλλιά πλεγμένα πρόχειρα σε μια κοτσίδα. Τα πράσινα μάτια της είναι γεμάτα αγωνία και φόβο. Σηκώνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Κινείται πέρα δώθε στους διαδρόμους. Στέκεται μπροστά από την  κλειστή λευκή δίφυλλη πόρτα. Ξαφνικά σηκώνει αποφασιστικά το δεξί της χέρι και πατάει το μπουτόν. Σταυρώνει τα χέρια  καθώς περιμένει την πόρτα να ανοίξει. Τα δευτερόλεπτα γίνονται λεπτά. Στο δικό της χρόνο, θα μοιάζουν με αιώνες. Είναι ακόμη με τα χέρια σταυρωμένα. Πατάει ξανά το μπουτόν. Ξανά και ξανά. Εκνευρίζεται. Επιστρέφει στο πλευρό του και τον ρωτάει πώς αισθάνεται. Της απαντάει χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Κατευθύνεται εκνευρισμένη προς την κλειστή λευκή δίφυλλη πόρτα. Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά. Ο άνδρας με τη στολή περνάει από δίπλα της. Ανοίγει το στόμα της. Προσπαθεί να του εξηγήσει πώς έχουν τα πράγματα. Της απαντάει πώς σε λίγο θα έρθει η σειρά τους.
 
Έχουν περάσει δύο ώρες. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εκείνη πηγαινοέρχεται στον διάδρομο. Έχει τα μάτια καρφωμένα στη κλειστή λευκή δίφυλλη πόρτα. Εκείνος σηκώνεται από τη θέση του. Βγαίνει για λίγο έξω. Χρειάζεται αέρα. Ο πόνος στο στήθος επιμένει.
 
Ένα ασθενοφόρο σταθμεύει στην είσοδο. Η κλειστή λευκή δίφυλλη πόρτα ανοίγει. «Όχι δεν ήρθε η σειρά σας! Κάντε στην άκρη να περάσει το παιδί!», λέει ο άντρας με τη στολή.
Μπροστά περπατάει η μάνα με το παιδί. Πίσω ο πατέρας. Στον ώμο του, μια μικρή παιδική τσάντα. Η Μίνι ντυμένη στα ροζ να χαμογελάει. Το ασθενοφόρο αναχωρεί με προορισμό το Μακάρειο.
 
Εκείνη παρατηρεί σαστισμένη. Εκείνος με μια κίνηση βγάζει το σταυρό του. Πριν αναχωρήσει το ασθενοφόρο, προλαβαίνει και χώνει το σταυρό στη χούφτα του πατέρα. «Για το παιδί», του λέει. Ο πατέρας δακρύζει.
Εκείνη τον κοιτάει. Τα πράσινα μάτια της είναι γεμάτα απορία. Και αγάπη.
Εκείνος ακουμπάει στον τοίχο. Κλείνει τα μάτια του. Ο πόνος στο στήθος επιμένει. Από τους μορφασμούς του προσώπου του μπορεί κανείς να καταλάβει πως υποφέρει.
 
«Όχι δεν ήρθε ακόμη η σειρά σας. Περιμένετε παρακαλώ», λέει ξανά ο άντρας με τη στολή κοιτώντας το κορίτσι με τα πράσινα μάτια και το αγόρι με το χέρι στο στήθος. Η λευκή δίφυλλη πόρτα κλείνει πίσω του με θόρυβο.
 
Λάρνακα,

Μια Δευτέρα βράδυ, στα επείγοντα.

Ιωάννα Πιτσιλλή

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *