Μετά τις τόσες χειραψίες, θα θυμάστε μόνο τους αντιρρησίες
– “Θέλετε καστανή ή λευκή ζάχαρη στον καφέ σας κυρία;”, ρώτησε με στωϊκή ευγένεια την πελάτισσα, ο Κοσμάς.
Από το πρωί, ούτε και ξέρει πόσους καφέδες έδωσε πακέτο.
Μετά από έναν χρόνο που έπιασε δουλειά σε γνωστή αλυσίδα καφέ, τα ετοίμαζε όλα μηχανικά.
Ευτυχώς, το πόστο του ήταν μόνο η παρασκευή καφέδων, δεν ανακατευόταν και με έξτρα πακετάρισμα γευμάτων καθώς είχε άλλον συνάδελφο γι’ αυτή την εργασία κι έτσι επικεντρώθηκε στην εκμάθηση και βελτίωση παροχής των υπηρεσιών του στο πιο αγαπημένο ζεστό ή κρύο ρόφημα που απολαμβάνεται πρωί ή βράδυ.
Μόλις ετοίμασε τον αχνιστό καφέ, συσκεύασε το χάρτινο συνοδευτικό του κουτί και το προσέφερε χαμογελαστός αλλά σε εγρήγορση στην ανυπόμονη κυρία.
-“Έτοιμος ο καφές σας!”
-“Παρακαλώ, ο επόμενος;”
Και κάπως έτσι έφτασε σχεδόν η ώρα για το μεσημεριανό του διάλειμμα.
Ούτε και κατάλαβε πως πέρασε η ώρα.
Κάθε μέρα τα ίδια…
Όπως και σήμερα, πρωινή βάρδια αυτή την εβδομάδα, ξύπνησε το πρωί, ντύθηκε με τη μαύρη στολή εργασίας και έφυγε βιαστικά για να προλάβει να φτάσει την καθιερωμένη στιγμή στο κατάστημα για να ξεκινήσει.
Καρφίτσωσε την ατομική κόκκινη κονκάρδα της επωνυμίας του μαγαζιού που αναφέρει και το όνομά του και ανασκουμπώθηκε.
Άντε, ακόμη τρεις καφέδες να κάνω και θα σταματήσω λίγο για μεσημέρι, σκέφτηκε ενώ έφτασε στ’ αυτιά του οχλαγωγία, σούσουρο και μια αξιοπερίεργα έντονη κινητικότητα στον χώρο έξω από το μαγαζί.
Σήκωσε απορημένος το βλέμμα, ψάχνοντας να βρει τι συμβαίνει και τότε είδε κάμερες, κόσμο μαζεμένο σαν σμήνος και από μέσα να ξεχωρίζει ο πασίγνωστος βουλευτής που πλησίαζε στη βιτρίνα του καφέ.
Ξεροκατάπιε ο Κοσμάς αλλά συνέχισε με νευρικότητα και βιασύνη να συσκευάζει το κουτί για τον έτοιμο – πια – ζεστό καφέ ενός κυρίου.
“-Έτοιμος ο καφές σας!”
“- Παρακαλώ, ο επόμενος;”
Πάνω στη στιγμή που μια νεαρή κοπέλα ετοιμαζόταν να του πει την παραγγελία της, εμφανίζονται αιφνιδιαστικά κάμερες, μικρόφωνα, ακολουθώντας το γνωστό βουλευτή που έβγαλε από την τσέπη του κολλαριστού μαύρου παντελονιού το χέρι του κι έτεινε να κάνει χειραψία με τον Κοσμά.
“- Τί κάνουμε εδώ;
Φτιάχνουμε ωραία καφεδάκια;
Πώς πάμε Κοσμά;”
Ρώτησε άνετος μέσα στην αψεγάδιαστη φιλικότητά του ο βουλευτής αφού πρώτα τα μάτια του εξέτασαν την ονομαστική κονκάρδα και τον προσφώνησε με έκδηλη συμπάθεια.
“-Δόξα τω Θεώ, κύριε.
Το παλεύουμε, ευχαριστώ πολύ. “
απαντάει συγκρατημένα κι ευγενικά ο Κοσμάς.
Όλα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Η συνομιλία, η καταγραφή στην κάμερα, οι ζωντανές συνδέσεις με μεγάλα κανάλια.
Το χέρι του βουλευτή μένει μετέωρο.
Τα μάτια του διαγράφουν νοητή τροχιά από το βλέμμα του υπαλλήλου στο χέρι του σαν να τον προστάζει έμμεσα να το σφίξει.
Με φανερή ψυχραιμία και χέρια καλυμμένα με τα μαύρα γάντια εργασίας που κρέμονται ήρεμα, δεξιά και αριστερά στον κορμό του – σαν σύντομη ανάπαυλα σε αδιάκοπη κίνηση – αποκρίνεται με σταθερή φωνή ο Κοσμάς:
” -Μέσα στις τόσες χειραψίες, θα θυμάστε μόνο τους αντιρρησίες. “
Τα μάτια του, κοιτάζουν ευθεία χωρίς ίχνος βλεφαρίσματος τον απροετοίμαστο βουλευτή που για δευτερόλεπτα χάνει την αυτοπεποίθησή του, σφίγγοντας ελαφρά τα χείλια και τείνοντας πλέον το χέρι με αφάνταστη άνεση και αδιαφορία στον διπλανό του συνάδελφο.
Απομακρύνεται το θορυβώδες σμήνος και απομένει ο Κοσμάς να βλέπει την πλάτη ενός ακριβού σακακιού που ο κάτοχός του σκύβει στο αυτί του διπλανού βοηθού του και με ένταση στα χέρια, του ψιθυρίζει επιτακτικά:
“Σε ζωντανή σύνδεση δεν θα το είδαν πολλοί, να δοθεί όμως ρητή εντολή να κοπεί σε κάθε μοντάζ πολιτικού ρεπορτάζ όλων των καναλιών!”
Πήρε και βραδιάζει.
Ο Κοσμάς κλείνει την πόρτα του σπιτιού του κατάκοπος αλλά με μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση στις άκρες των χειλιών του…
Ο επώνυμος βουλευτής ανοίγει την πίσω πόρτα του πολυτελούς αυτοκινήτου λέγοντας στον οδηγό του να τον περιμένει, κάνοντας μια στάση στο γραφείο του για κάτι τελευταία έγγραφα προς υπογραφή που εκκρεμούν για διεκπεραίωσή τους.
Στο μυαλό του, ακόμη η ίδια επαναλαμβανόμενη σκηνή μιας χειραψίας κενής με συνοδεία μιας φράσης δυνατής:
” – Μετά τις τόσες χειραψίες, θα θυμάστε μόνο τους αντιρρησίες.”
Ζωή Παπατζίκου