Η ευλογία και η κατάρα της ομορφιάς

Παρασκευή.

Ημέρα λαϊκής στη γειτονιά. Πηγαίνω για τα ψώνια της εβδομάδας. Χαζεύω τους πάγκους. Παρατηρώ τα προϊόντα. Ερευνώ τις τιμές. Επιλέγω πότε από γνώριμους και πότε από τους καινούργιους.

Περνάει η ώρα, νερό. Αρχίζει και ζαλίζει το κεφάλι μου η τόση φασαρία της οχλαγωγίας σαν από μελίσσι γύρω μου. Φορτωμένα τα χέρια μου τσάντες.

Κανονικά, έπαιρνα όλο τον υπόλοιπο δρόμο της αγοράς και διάλεγα να στρίψω στον κεντρικό που βγαίνει στην πλατεία αλλά ασυναίσθητα βγαίνω απευθείας στο στενό απ’ όπου ψώνισα τα τελευταία πράγματα.

Λίγα μέτρα πιο πάνω, συναντώ μια ώριμη γυναίκα να κάθεται αποκαμωμένη και βαριά, σ’ ένα πεζούλι μιας μεγάλης πέτρινης γλάστρας. Καταλαβαίνω πως κουράστηκε από το κουβάλημα των αγορών της. Κάμποσα πορτοκάλια, λίγα μήλα, ντομάτες, πιπεριές και κρεμμύδια ξεπηδούν ατίθασα, ζαλισμένα από τις ανοιγμένες και αφημένες τσάντες.

Όσο την παρατηρώ φαίνεται πως διατηρεί ακόμη ωραία χαρακτηριστικά. Σίγουρα στα νιάτα της θα ήταν μια φυσική καλλονή. Έχει μια αρχοντιά, μια φινέτσα, παρ’ όλη την ηλικία της. Το βλέμμα της όμως μοιάζει κουρασμένο, θαμπό.

-Κυρία μου, θέλετε να σας βοηθήσω, να τα πάμε μέχρι το σπίτι;

Μένετε εδώ κοντά” ; τη ρωτάω προσφέροντάς της ένα χέρι ακόμη για κουβάλημα.

– Σ’ ευχαριστώ πολύ, κορίτσι μου, αν δε σου είναι κόπος, γιατί δε με βαστούν τα πόδια μου σήμερα”, απαντάει μ’ ευγνωμοσύνη.

-Κανένας κόπος, αλίμονο.

Οφείλουμε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον, όπως και να έχει, αποκρίνομαι με ειλικρίνεια.

-Την ευχή μου να έχεις, κορίτσι μου “, λέει συγκινημένη η κυρία.

Έτσι όπως σκύβω εγώ για να μαζέψω τις παρατημένες σακούλες, με αγγίζει διακριτικά στον αγκώνα και μου αποκρίνεται αδύναμα:

– Εάν έχεις χρόνο, μπορείς να κάτσεις δίπλα μου για να ξαποστάσω λίγο;

και χτυπάει μαλακά με την ανοιχτή ζαρωμένη της παλάμη το πεζούλι στη διπλανή μεριά της.

– Φυσικά και μπορώ. Εξάλλου, δε χάθηκε ο κόσμος για λίγα λεπτά παύσης, απαντάω καλοδιάθετα.

Βολεύομαι στη θέση μου και ξεκινώ να παρατηρώ τον κόσμο που περνάει. Γυρίζω, την κοιτάζω. Το βλέμμα της χαμένο σε μια νοσταλγία απροσδιόριστη.

-Ξέρεις, δεν ήμουν πάντα έρμαιο της ανημπόριας μου.

Δεν ήμουν έτσι εγώ.Υπήρξα λουλούδι ολάνθιστο στη νιότη μου.

Δε βρισκόμουν καν εδώ.

Τα κυνηγημένα μου βήματα με έφεραν στη μεγάλη και απρόσωπη πολιτεία.

Ούτε κατάλαβα ποτέ μου τη γοητεία που ασκούσα γύρω μου. Πως θα μου γύριζε σε κακία, ζήλια και θα μ’ έδιωχνε από τον τόπο μου. Άραγε, οι όμορφες είναι εξαρχής καταδικασμένες; ρωτάει ψιθυριστά με παράπονο, παραμένοντας ακίνητη, αιχμάλωτη της εύθραυστης, ιερής ομολογίας της.

Κι εγώ, εξακολουθώ ν’ αντικρύζω εκείνα τα υγρά μάτια που μέσα στην οδύνη της εξομολογήσεώς της, συνεχίζει να κοιτάζει πέρα μακριά στο άπειρο, με προσδιορισμένες τις εικόνες των αναμνήσεων που την πονούν ακόμη.

– Η ομορφιά δε σημαίνει καταδίκη.

Είναι μαγνητισμός, προίκισμα, χάρισμα της φύσης, ευλογία. Θέλει ευλάβεια γιατί αν δε τη χαρίσεις απλόχερα μόνο σε ακριβούς ανθρώπους για να στην επιστρέψουν μαζί με την αγάπη τους, αν ζυγίσεις λάθος την αξία της, αν τη χρησιμοποιήσεις με άσχημο τρόπο για δόλιους σκοπούς, σίγουρα μετατρέπεται σε κατάρα. Και σε ακολουθεί κατοπινά ο πόνος της αυτογνωσίας μέσα από τη μετάνοια και τη θλίψη. Ένας πόνος αβάσταχτος, ασήκωτος. Αυτό είναι που σε διαλύει και η τελεσίδικη διαπίστωση ότι ο χρόνος δε γυρίζει πίσω για ν’ αλλάξεις όλη τη ροή της ιστορίας της ζωής σου, της απαντάω με μια ανάσα.

Με σπασμένη φωνή, γυρίζει, μου πιάνει το χέρι, με κοιτάζει μέσα στα μάτια σα να της έδωσα πνοή, σα ν’ άγγιξα μια ευαίσθητη χορδή, με σφίγγει και με ρωτάει με λαχτάρα και ανακούφιση μαζί, σα να μπήκε λίγο βάλσαμο σε μια πληγή ανοιχτή, σα να λούστηκε με δυνατό φως ένας τόπος από καιρό παραδομένος σε πηχτό σκοτάδι, σα ν’ ακούστηκε μελωδία σε νεκρική σιωπή αιωνιότητας:

– Παιδί μου, πώς μπόρεσες να δεις εμένα έτσι ξαφνικά; Πώς ένιωσες τον πιο δικό μου λυγμό χωρίς να με ξέρεις; Μήπως έχεις σπουδάσει ψυχολογία;

Γυρίζω, κοιτάζω τον έρημο -πια- δρόμο.

Μεσημέριασε.

-Όχι, κυρούλα μου όμορφη, της απαντάω με πικρό χαμόγελο.

– Απλά, έχω σπουδάσει τις ψυχές, τα άδηλα και τα κρύφια που φέρουν βαρέως μέσα τους. Πάμε τώρα σιγά σιγά τα ψώνια στο σπίτι…

Ζωή Παπατζίκου

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *