Κάπου, κάπως, κάποτε!
Μια φορά – δεν θυμάμαι να υπήρξε δεύτερη φορά – και έναν καιρό… άκου: «έναν καιρό;». Υπήρχε δηλαδή καμιά περίπτωση οι καιροί να είναι ταυτόχρονα δυο; Ο «Χιονούλης» και ο «Βροχούλης»; Ας πούμε; Το αναμενόμενο δηλαδή. Τι έλεγα; Α! ναι!
Μια φορά και έναν καιρό, πριν πολλά πολλά χρόνια, σε ένα τόσο δα μικρό και όμορφο χωριουδάκι, χιλιόμετρα μακριά από εδώ, μετά απ’ τα διόδια στα δυο στενά και λίγο πριν το γεφύρι, δίπλα από τον κάμπο, πάνω στο βουνό ζούσε ένα ωραίο παλικάρι. Ένα ψηλό καστανόξανθο αγόρι με καταγάλανα μάτια, σαν της θάλασσας το χρώμα και απαλή επιδερμίδα, δεν καθόταν και με τις ώρες στον ήλιο για να μην τη χαλάσει. Όσο για τους δικέφαλους και τους κοιλιακούς σκακιέρα αυτό θα το αφήσω ασχολίαστο – ο καθένας μπορεί να βάλει με τη φαντασία του ότι θέλει κι ότι ποθεί η καρδούλα του.
Τότε λοιπόν, σ’ εκείνο το χωριό, εκείνα τα χρόνια τα παλιά, ζούσε αυτό το αγόρι πολύ ευτυχισμένο κάνοντας πολύ απλά και καθημερινά πράγματα. Κάθε πρωί βούρτσιζε τα δόντια του, έβαζε νερό με σόδα, έριχνε με τις φούχτες του παγωμένο νερό στο πρόσωπό του να ξυπνήσει και φορούσε το ταλαιπωρημένο του παντελόνι και το λευκό του πουκάμισο, και πήγαινε στο μαντρί για να αρμέξει τη Μέλπω, (Μέλπω λένε την κατσίκα). Αυτό το έκανε κάθε πρωί, λοιπόν, για να πιεί το πρώτο γάλα της ημέρας.
Ο ήλιος σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή του και τα πουλάκια τραγουδούσαν ευτυχισμένα. Στη συνέχεια πήγαινε στο κοτέτσι να μαζέψει τα αυγά από τις κοτούλες, τυχερές οι κουφάλες είχανε έναν κόκορα τον Θύμιο, όλες τις βόλευε μια χαρά, μια προς μια, καμιάν να μην αφήσει παραπονεμένη, και μια μέρα βροχερή τέζα παρ’ τον κάτω τον Θύμιο από υπερκόπωση, πήρανε άλλο Θύμιο μετά, τους κόστισε λίγο ακριβά αλλά στις πέντε κάθε πρωί λαλούσε και σήκωνε στο πόδι όλο το χωριό.
Το Ελληνόπουλο τον σιχτίριζε αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι γονείς του, η μάνα του δηλαδή, ο πατέρας έφυγε για τον άλλο κόσμο νωρίς, δεν τον στείλανε στο σχολείο για να μάθει γράμματα του Θεού τα πράγματα, τον θέλανε, βοσκό – τσέλικα – το ίδιο κάνει. Ο άλλος Θύμιος, ο κόκορας να μη ξεχνιόμαστε αποδείχτηκε πολύ σκληροπυρινικός με μεγάλες αντοχές. Όλο το χωριό είχε να το λέει. Τις βόλευε τις κότες και μια, και δυο και τρείς φορές τη μέρα. Παραγωγή τα αυγά.
Έφτιαχνε το αγόρι ομελέτες με μπέικον και πιπεριές, μοίραζε και στη γειτονιά. Μετά το αγόρι έφτιαχνε διπλό εσπρέσσο και έβγαζε τα πρόβατα για να βοσκίσουν. Έπαιζε τη φλογέρα του με μεγάλη ευχαρίστηση! Καθόταν κάτω απ’ την ελιά που είχε δροσούλα κι ευτυχισμένος έπαιζε τη φλογέρα του όπως προείπα και τα πρόβατα ευτυχισμένα κι αυτά βοσκούσαν στο λιβάδι και τρώγανε φρέσκο χορταράκι, όλα μαζί, σαν τα πρόβατα που λένε. Τι όμορφη ζωή πόσο πολύ ζηλεύω δεν φαντάζεστε!
Μια μέρα καυτή σαν τη λάβα και ηλιόλουστη, αρχές καλοκαιριού ήτανε θαρρώ, βλέπει στη βρύση μια κοπελιά. Άγνωστη του φάνηκε στ’ αλήθεια, ποια να’ ναι τούτη; Είπε στα πρόβατα το αγόρι αλλά απάντηση δεν πήρε. Αίφνης αισθάνθηκε την καρδούλα του να χτυπά δυνατά και όταν εκείνη τά χα μου τα χα μου έσκυψε να βάλει το σταμνί κάτω απ’ τη βρύση αισθάνθηκε μια ζάλη. Το προσωπάκι του έλαμψε! Χαμογελούσε κι έλαμπε όλος ο κάμπος. Τα σάλια του τρέχανε, δεν είχε και πολλές εμπειρίες στο ενεργητικό του. Σταμάτησε να παίζει τη φλογέρα και με απαλά βήματα πλησίασε στη βρύση.
- Καλημέρα της είπε της όμορφης, τρομάζει αυτή, της πέφτει η στάμνα απ’ τα χέρια, χίλια κομμάτια έγινε, – Καλημέρα του απαντάει, τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω, μα δεν με λένε Γιάννη της απαντάει αυτός, δεν έχει καμιά σημασία του απαντάει αυτή κι αρχίζει να τρέχει. Τι να έκανε το παλικάρι που δεν το λένε Γιάννη άρχισε να τη κυνηγάει στα κατσάβραχα.
Τρέχανε, πάει και το σταμνί, πάει κι η φλογέρα, μόνα τους τα πρόβατα, λαχάνιασε αυτή, παραπατάει ζαλισμένη παρ’ τη κάτω. Ανυπόμονο το αγόρι πέφτει από πάνω της και την αρχίζει στα φιλιά. Που σε πονεί και που σε σφάζει, αυτή και καλά δεν ήθελε, του έκανε τη δύσκολη, έβαλε όλη της τη δύναμη να τον σπρώξει κι όσο αυτή τον έσπρωχνε τόσο εκείνος την ποθούσε.
Είχε πεισμώσει, ήθελε να την κάνει δική του, – Εγώ θα σε πάρω, της έλεγε, – Θα με πάρεις; Εδώ επί τόπου; Θα μας δούνε Γιάννη μου! Του λέει. Μέθυσε από τα καυτά φιλιά το κορίτσι, ντιπ, αλλού το μυαλό της, άλλο κατάλαβε, -Δεν έχω κάνει χαλάουα, του λέει, φτηνή δικαιολογία αλλά πάντα πιάνει, – Δεν πειράζει, της απαντάει, πειράζει όμως εμένα Γιάννη του λέει αυτή, – Μα δεν με λένε Γιάννη, φτου ξανα μανα, και τότε της αποκαλύπτει ότι είναι το λεβεντόπαιδο ο Κίτσος, κι ότι η μάνα του είναι πιο διάσημη από αυτόν, κι ότι έχει προίκα μεγάλη, και ζώα και κτήματα και κινητά και ακίνητα και να πάει για σπα γιατί το βράδυ θα ερχόταν με τη μάνα του να της ζητήσει το χέρι, το κορίτσι δεν κατάλαβε για ακόμη μια φορά και του είπε – Μα Κίτσο – επιτέλους το πέτυχε – Δεν μπορώ να σου δώσω το χέρι μου και να μείνω με ένα, πως θα βάζω σκάφη; Πως θα σιδερώνω; Πως θα ντύνομαι; Πως θα γδύνομαι; – Εγώ θα σε γδύνω πατ κιουτ μη σε τρομάζει αυτό ζαργάνα μου, η κοπελιά που να’ ξερε ότι η ζαργάνα είναι ψάρι του δίνει με δύναμη μια μπουνιά και του μαυρίζει το μάτι.
- Δε σε θέλω του λέει η κοπελιά ενώ τον ποθούσε όσο τίποτα στον κόσμο, να τον πάρει και να φύγουνε καβάλα πάνω στο άλογο η με το τρακτέρ δεν την ένοιαζε άκουσε ότι έχει προίκα αλλά για την καρδιά του τον ήθελε και για την μεγάλη του ψυχή, σφόδρα τον ερωτεύτηκε, του ζήτησε ταπεινά συγγνώμη, της λέει ο Κίτσος δεν πειράζει, με ανάβεις, τώρα σε θέλω πιο πολύ, «μανάβης» άκουσε αυτή γιατί όπως αποδείχτηκε ήτο και ζαβή και άκουγε μόνο από το ένα αυτί και θυμήθηκε ότι η ώρα πέρασε ντεμεκ κι έπρεπε να πάει να πάρει ντομάτες και αγγούρια για τη χωριάτικη και του είπε ότι θα τον περιμένει με τη μάνα του το βράδυ αλλά αλλιώς τα θέλανε τα παιδιά κι αλλιώς στα παραμύθια. Μόλις άκουσε η μάνα του η celebrity ότι θέλει την άγνωστη για γάμο, της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Τότε έγινε το έλα να δεις, κάτσε εκεί που κάθεσαι θα στα πω εγώ, ποιος είδε τη μάνα και δεν την φοβήθηκε, τρελάθηκε και άρχισε να ουρλιάζει ωσάν την Εκάβη καλοκαίρι στην Επίδαυρο, της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι το είπαμε πριν αυτό του έλεγε του γιόκα της ότι αυτή είναι χαλασμένη, τουτέστιν την έχει πάρει όλο το χωριό και ο νομός και τα περίχωρα μαζί.
Στεναχώρια που πήρε το παιδί, μαύρισε απ’ το κακό μαντάτο, μπαΐλντησε στο κλάμα, πήρε να βραδιάζει, παίρνει αγκαλιά μια νταμιτζάνα με τον κόκκινο τον Γιάννη τον περπατητή και δωσ’ του να καπνίζει και δωσ’ του να πίνει μπας και ξεχαστεί και να ακούει στο You tube non stop σε dolby souround τα καψουροτράγουδα και να κλαίει απαρηγόρητο το παλικάρι μια φορά είπε κι αυτό να κάνει προκοπή, να δει μια άσπρη μέρα, να φύγει από κει μέσα και του βγήκε χαλασμένη τότε κατάλαβε χαλάουα τι σημαίνει αν της άρεσε τότε θα του καθότανε με τη μία με κλειστά τα μάτια.
Και να περνάει ο καιρός και μόνο το αγόρι να μαραζώνει, μελαγχολικό και στεναχωρημένο και περνάγανε οι μέρες, τις νύχτες έπινε και κάπνιζε το είπαμε αυτό, να κάτι σακούλες σαν του σουπερ μαρκετ κάτω απ’ τα ματάκια του, και περνάγανε τα χρόνια, μόνο έμεινε στο ράφι, πάτησε τα σαράντα, με τη μάνα τη διάσημη να κάνει διεθνή καριέρα πλέον στα εξωτερικά και όλα τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού βολευτήκανε και φύγανε για τη πρωτεύουσα και ο Κίτσος μόνος και έρημος κάθε μέρα το ίδιο βιολί να αρμέγει την κατσίκα, να μαζεύει τα αυγά και να βγάζει τα πρόβατα για βοσκή και μια μέρα χωρίς ήλιο και χωρίς σύννεφα, άκρα του τάφου σιωπή, ο Κίτσος δεν άντεξε κι εκεί που μάλαζε την κατσίκα τη Μέλπω την παρατάει και αρχίζει να τρέχει καβάλα στο άσπρο του άλογο. Σαν τον Σάκη ήτανε! Σκάει μύτη στο χωριό ένας paparazzi και τον κλικάρει. Η φωτογραφία έκανε το γύρω του πλανήτη.
Τη βλέπει η κοπελιά – μα καλά; Όνομα δεν έχει αυτή; Παθαίνει ντουβρουτζά του στέλνει friend request αλλά ο Κίτσος είχε είδη προτάσεις από πρακτορεία όχι λεωφορείων, τα άλλα, για μόντελινγκ, κι αυτή σε έξαλλη κατάσταση να τραβάει τα μαλλιά της κεφαλής της και μπαίνει στο αυτοκίνητο, πάει στο χωριό του να τον βρει αλλά το σπίτι κλειστό κι ένα σημείωμα στη πόρτα αφημένο με τα γράμματά του «γιατί καρδιά μου άργησες;»
Ε, και το Ελληνόπουλο που δεν τον λένε Γιάννη κάνει διεθνή καριέρα, η μάνα του καμαρώνει, δεν την παίζει πια τη φλογέρα του και η άλλη κλείστηκε σε μοναστήρι για να ξεχάσει. Ε, και έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης