Θυμάσαι, μητέρα;
Αλήθεια; Θυμάσαι το πρώτο μου κλάμα; Έκανες πέντε παιδιά πριν από μένα. Εγώ βγήκα τελευταίος και καταϊδρωμένος. Και φυσικά έκλεψα την παράσταση αφού δε με περίμενε κανείς. Πρέπει να έκλαιγα πολύ άσχημα. Μέχρι και σήμερα που μεγάλωσα (και ας μην το παραδέχεσαι) κλαίω πολύ χάλια. Ευτυχώς όμως πλέον δεν κλαίω. Μόνο χαμογελώ από χαρά που σε έχω στη ζωή μου.
Θυμάσαι, μητέρα, τότε που το έσκασα από το σπίτι; Ούτε πέντε χρονών δεν ήμουν. Περπάτησα μόνος κι ανενόχλητος μέχρι την πλατεία για να πάρω λίγο καθαρό αέρα και να κάνω κούνιες. Πάλι καλά που η περιπτερού με ξεγέλασε με καραμέλες και γλειφιτζούρια και την ίδια ώρα καλούσε το 100 και ήρθε και με μάζεψε αφού κατάλαβε ότι το «πακέτο» είναι ασυνόδευτο. Πάντως, μόλις με φέρανε στο σπίτι, ξύλο δεν έφαγα. Και η αλήθεια είναι αυτή. Πως χέρι επάνω μου δεν απλώσατε ποτέ!
Θυμάσαι, μητέρα, την πρώτη φορά που με πήγες θέατρο; Εγώ τη θυμάμαι σαν σήμερα. Με πήγες στο θέατρο έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη και είδαμε την παράσταση «Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη». Ενθουσιάστηκα, μητέρα. Τότε κατάλαβα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Αυτό ήταν το όνειρό μου. Άσχετα με το γεγονός ότι δεν τα κατάφερα όπως ήθελα γιατί το κύκλωμα βρωμάει από παντού.
Θυμάσαι, μητέρα, που με έγραψες παραδοσιακούς χορούς; Μου άρεσαν πάρα πολύ! Εκείνο το καλοκαίρι στην παράσταση στο Κηποθέατρο ντύθηκα μόνος μου τσολιάς για να χορέψω και να με καμαρώνεις. Όταν είδες ότι είχα φορέσει το καλσόν ανάποδα έκλαιγες από τα γέλια κι εγώ το αθώο σου παιδί αναρωτιόμουν τι είχα κάνει λάθος.
Θυμάσαι, μητέρα, το ατύχημα που είχα στο Δημοτικό σχολείο; Χτύπησα πάνω στην πόρτα και το μάτι μου έγινε τούμπανο λες και έφαγα μπουνιά και με έτρεχες με το αυτοκίνητο στο «Παίδων». Κι εκεί, δίπλα μου, ήσουν όπως είσαι πάντα.
Θυμάσαι, μητέρα, τις εξετάσεις στη δραματική σχολή; Σε έκανα να κλάψεις. Αλλά δεν το ήθελα. Ο ρόλος το απαιτούσε και από ό,τι φάνηκε ήμουν πολύ καλός.
Θυμάσαι, μητέρα, όταν έπαιζα στη Θεσσαλονίκη; Ερχόσουν με το τρένο δυο και τρεις φορές το μήνα για να με καμαρώσεις επί σκηνής. Ξεχνούσες την κούραση. Ξεχνούσες το κρύο της αρκούδας. Δε σε ένοιαζε, μητέρα. Καθόλου δε σε ένοιαζε.
Θυμάσαι όταν είχα πέσει από το ποδήλατο; Τους πόνους που τράβηξα επειδή έσπασα το δεξί μου χέρι; Δίπλα μου ήσουν κι εκεί. Υπέφερα και μαζί μου υπέφερες κι εσύ.
Θυμάσαι, μητέρα, που έπεσες στο Κατράκειο τη στιγμή που πήγαινες να αγκαλιάσεις την Κωνσταντίνα; Δεν είχες υπολογίσει σωστά το ύψος της αρένας. Προσπάθησα να σε σηκώσω. Με τα ίδια μου τα χέρια. Τρέξανε κι άλλοι να μας βοηθήσουν. Αλλά όσο κι αν πόνεσες δε σε ένοιαξε. Αρκεί που και εκεί ήμασταν μαζί. Αξέχαστη βραδιά.
Αξέχαστες στιγμές. Τις έχω όλες φυλαγμένες στην καρδιά μου. Τα καλά τα θυμάμαι. Όλα! Τα άσχημα τα έχω διαγράψει. Αν και δεν είναι πολλά. Αν και τα χρόνια πέρασαν. Πλέον έχουμε γίνει τα καλύτερα φιλαράκια. Εσύ κι εγώ είμαστε ένα. Πάντα ήμασταν ένα. Μια ματιά αρκεί να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον.
Εδώ θα σταματήσω. Για να μη σε κουράσω, μητέρα. Σ’ ευχαριστώ για όλα, μητέρα, μου. Σ’ το υπόσχομαι ότι θα βάλω τα δυνατά μου να μη σε απογοητεύσω. Δεν το έχω κάνει ποτέ, άλλωστε. Κι αν υπήρξαν φορές που σε πίκρανα στο παρελθόν σου ζητώ ταπεινά συγνώμη.
Συχώρεσέ με, μητέρα. Μικρό παιδί ήμουν. Ακόμα και τα μικρά παιδιά κάνουν λάθη. Αυτά τα λίγα.
Σ’ αγαπώ!
Να προσέχεις.
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης