Η κυρία του οίκου
Η κυρία του οίκου, ανέκαθεν καταδικασμένη δούλα της σκόνης, στέκει αγέρωχη στη μέση του σαλονιού.
Αναποφάσιστη για το ποιες δουλειές προηγούνται· κάθε πρωινό και νέες προπορεύονται.
Σίγουρη για το ποιες ώρες δαπανώνται· κάθε ημέρα κι άλλες ξοδεύονται.
Μπουχτισμένη για τις ανούσιες επαναλήψεις· κάθε φορά και νέες προκύπτουν.
Αδικημένη για τις απλήρωτες επικύψεις· σε κάθε κίνησή τους κι άλλο εκπίπτουν.
Βαριεστημένη για τις σίγουρες προβλέψεις· κάθε στιγμή τους όλο και ανατρέπονται.
Πονεμένη για τις αόρατες πληγές της· κάθε φορά και νέες βγαίνουν.
Ένας μουσαφίρης πάντα παρών, στη φιλοξενία του από γενεά σε γενεά· απών.
Σα να χρωστά στο ισχυρό φύλο του η ασθενής θηλυκή παρουσία, αποπληρώνει εσαεί χρεωμένες οικιακές υπηρεσίες της.
Και απαιτεί αόρατο επιτόκιο σαρκικής, αν-οργασμικής ηδονής με έξτρα παροχές φαντασίας και συμφωνημένης – εν κοινή συναινέσει- σιωπής.
Τα τρία “Μη” της υπεροχής της, τη χρίζουν βολική στον οικοκυρικό της σκοπό:
Μη μιλάς.
Μην απαιτείς.
Μην προσδοκάς.
Τα τρία “Δεν” της αντοχής της, τη στέφουν ιδανική στο νοικοκυρικό της ρόλο:
Δεν ανταμείβεται.
Δεν αναγνωρίζεται.
Δε διατηρείται.
Ένα ολόκληρο μη•δεν, κοσμεί σαν κορώνα βαριά και σιδερένια το σκοτισμένο της κεφάλι.
Ένα βρώμικο μη•δεν, δεσπόζει σαν γούρι πολυκαιρισμένο και σκονισμένο στο πεντακάθαρο σπίτι της.
Κι ας μένει άχρονα – μέσα σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια ζωής – στον άσο μιας ακίνητης αφετηρίας.
Η κυρία του οίκου, ανέκαθεν σκλάβα της πάστρας, στέκει ακμαία και μάχιμη στο κεφαλόσκαλο της εισόδου της οικίας της.
Μέχρι να καταλάβει τη δύναμη που φέρουν τα πολυδουλεμένα της χέρια και σπάσει τα σκουριασμένα δεσμά του φύλου της.
Για να κλείσει την πόρτα της απαρχαιωμένης αντίληψης ότι οι γυναίκες είναι γεννημένες υπηρέτριες.
Για ν’ ανοίξει την πόρτα της ανθρώπινης θεώρησης πως οι γυναίκες είναι νοικοκυρές, κυρίες του οίκου τους, αλλά σκλάβες του εαυτού τους και μόνο!
Ζωή Παπατζίκου