Το τελευταίο κεφάλαιο

Μερικές φορές θέλει η σκέψη μου μια απόδραση από τη γείωση της καθημερινότητας. Θέλει να στοχαστεί και αναζητά «κάτι» να ενσωματώσει το λόγο, η το σκοπό που έχει για να ζει, άραγε υπάρχει;

Σε ένα περίπατο μιας τέτοιας στιγμής, σε κάποιο σημείο του δρόμου, με πήγαν τα βήματά μου σε κάποια περιοχή με σπίτια άδεια, ξεχασμένα. Ερειπωμένα καθώς ήταν με τα σημάδια του χρόνου, έμοιαζαν σαν πίνακες ζωγραφικής ξεθωριασμένοι, με εικόνες θαμπές που έδειχναν να παραπατούν μες τις σκιές, προσπαθώντας να ξεγελάσουν τον ήλιο. Μοιάζει όμως αδύνατο να τον πείσουν μέσα στις πτυχές του χρόνου που μαρτυρά τις αλήθειες του, έτσι σιωπηλά. Αφέθηκαν εκεί, σαν ξεχασμένο βιβλίο που έμεινε ανοικτό, περιμένοντας τον συγγραφέα να ολοκληρώσει το τελευταίο κεφάλαιο. Μένουν εκεί, για «πάντα» να περιμένουν…

Έσπρωξα την παλιά σπασμένη πόρτα πλησιάζοντας, χωρίς να το σκεφτώ με μια παρόρμηση της στιγμής κι εκείνη έτριξε απρόθυμα να με δεχτεί στο εσωτερικό του σπιτιού.

Το βλέμμα μου γύρω προσπαθούσε να αφουγκραστεί μες την ησυχία της ερημιάς του, αυτό το πνιγηρό «αντίο» που έμεινε ξεκρέμαστο να αιωρείται στο κενό, υπάκουο στους νόμους της ζωής, να μοιάζει ακόμα να περιμένει.

Έμοιαζε σαν ένας θάνατος να πέρασε και κλείδωσε τις στιγμές της Άνοιξης, στο έλεος ενός χειμώνα, σαν μυρωδιά από την καύση των ξερών φύλλων και λουλουδιών, που πλέον δεν αναπνέουν, δε ζουν, έπαψαν να υπάρχουν. Τρόμαξαν το θάνατο και τα πουλιά ακόμα και φεύγοντας από τη σκεπή, πέταξαν για άλλους τόπους κι αυτά.

Τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, μια μελαγχολία απλωμένη στο χώρο έμοιαζε να παίρνει μορφή, ένα παιχνίδισμα της φαντασίας μου σκέφτηκα είναι και κίνησα να φύγω. Μα έξοδος δεν υπήρχε, έμεινα εκεί να παρακολουθώ τις κινήσεις της σκιερής θλίψης που ήθελε να μιλήσει, ψάχνοντας δίοδο να βγει, να περάσει μέσα από του χρόνου τα κεφάλαια τα περασμένα και να βγει στο «τώρα». Να ξεσπάσει με παράπονα, ίσως με λυγμούς, να βγάλει από τους ήχους του θανάτου την αλήθεια της ζωής, που δεν πρόλαβε να πει, παίρνοντας πάλι φωνή, τη δική της φωνή, που έχασε στο μονοπάτι του πεπρωμένου, ενώ έφτασε στο τέρμα.

Μια αχνή φιγούρα τότε φάνηκε, με ένα θρόισμα ελαφρύ, σαν τα φύλλα που έπεσαν στη γη και ο αέρας τα σαρώνει. Ανασηκώθηκε και ήρθε μέσα στη φαντασία της στιγμής, να σταθεί, διάφανη χωρίς μορφή, τι σημασία όμως είχε; Έτσι κι αλλιώς την έχασε, την άλλαξε να πεις, με την αέρινη, την άυλη, γιατί αυτή μόνο χρειαζόταν…

Το πρόσωπό της είχε καλυφθεί από το παράπονο του θανάτου, από την πίκρα για όσα δεν πρόλαβε, να πει, δεν πρόλαβε να ακουστεί. Πολλά δεν πρόλαβε και με βαθύ παράπονο έμεινε «εκεί», άραγε οι άνθρωποι θα καταλάβουν;

Φύσηξε ο άνεμος και έμπαινε από το άνοιγμα της πόρτας, της χαλασμένης, από το χρόνο που σκούριασε, περιμένοντας τις αποφάσεις του σπιτιού, τις αποφάσεις αυτής της ψυχής, άραγε θα φύγει; Θα βρει τόπο να σταθεί, να ξεχαστεί, να αφήσει τη θλίψη καταγής και να πετάξει; Θα βρει χώρο να συγχωρεθεί μες τις ανθρώπινες συνειδήσεις;

Αλήθεια, δεν σκέφτηκα ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή: Εκείνοι που «έφυγαν», άραγε θα συγχωρέσουν; Θα συγχωρέσουν τη ζωή; Τους ανθρώπους που τους είπαν πως τους αγαπούν, θα τους αφήσουν; Ή μήπως, αέναα θα τριγυρνούν περιπλανώμενοι, ξεριζωμένοι από τις ίδιες τους τις ζωές που δεν πρόλαβαν να καταλάβουν ή να τις ζήσουν; Από τις τραγικές αγάπες που δε χάρηκαν, δεν έζησαν το όνειρό τους, θα τις ελευθερώσουν; Μήπως θα έρχονται να στοιχειώνουν τις νύχτες τους και να ταράζουν τα όνειρά τους;

Υπάρχουν κάποια σπίτια που «μιλούν», κάποιες μορφές που «αναζητούν τα γιατί», πίσω από το αχνό πέπλο της ψυχής τους. Υπάρχουν κάποια όνειρα που δε βγήκαν στο φως, δεν είδαν το ξημέρωμα ξανά, πριν τη ζωή αυτή «αφήσουν». Υπάρχει «έξοδος» από αυτό; Κοίταξα γύρω μου, ήθελα να φύγω γρήγορα από αυτό το μέρος, τι άλλο σκοπό είχε; Ας καταλάβουν κι «εκείνες», ας πάψουν να υποφέρουν.

«Δε σας ξεχνούν», είπα δυνατά νοιώθοντας περισσότερο τη θλίψη τους και για να ακουστεί σαν αντίλαλος στον αραχνιασμένο χώρο. Ίσως έτσι ενθαρρυνθούν και αναζητήσουν «έξοδο» σε μια αληθινή φυγή από το μάταιο παρελθόν τους. Έφυγα, βρίσκοντας την έξοδο επιτέλους, από το κόσμο των σκιών. Συνέχισα το δρόμο μου στο φως, χωρίς να γυρίσω πίσω σε ό,τι είναι παρελθόν…

Μαριάνθη 

 

About Μαριάνθη

Αγαπώ να μοιράζομαι αυτά που έχω στην ψυχή μου. Από μικρή ηλικία αισθανόμουν πως υπάρχουν και άλλοι κόσμοι, η ύπαρξή τους ήταν σαν δίαυλοι επικοινωνίας με την στιγμή που ζούσα. Ένοιωθα πως κάτι ήθελαν να πουν σε όσους πίστευαν στην ύπαρξή τους. Ήθελα να γράψω ποιήματα και φυσικά το πραγματοποίησα γράφοντας και τώρα για ότι αισθάνομαι, για ότι επικοινωνώ με τους κόσμους που άνοιγαν και συνεχίζουν να ανοίγονται στα μάτια της ψυχής μου. Οι σκέψεις γίνονται δημιουργήματα φωτεινά όταν προέρχονται από αυτούς τους κόσμους και αφηγούνται πολλά από αυτά που ίσως βοηθούν και άλλους αν τους πιστέψουν και θέλουν να τους γνωρίσουν. Η Αγάπη είναι η κατευθυντήριος διαδρομή για αυτήν την προσφορά και όποιοι την αναζητούν, περνούν από πολλά επίπεδα γνωριμίας μαζί της. Ταξιδεύουν στους μυστικούς δικούς της κόσμους μέσα από τους διαύλους που συνδέουν την δική μας πραγματικότητα μαζί τους...

Μπορεί επίσης να σας αρέσει