Ξημερώματα
Η ώρα πέντε και κάτι μα δεν κλείνει το μάτι. Η ζέστη είναι αφόρητη κι εγώ παλεύω με τα μαξιλάρια μου. Αλλάζω πλευρό και τρόπο σκέψης. Και πάλι τίποτα. Τα όνειρα που με επισκέφθηκαν ας μη βγουν αληθινά. Όνειρα ήταν και όχι εφιάλτες. Ήταν όμως παράξενα πολύ. Κοιτάζω την ώρα. Πότε πήγε και μισή; Πηγαίνω στην κουζίνα και πίνω κρύο νερό. Φτιάχνω καφέ και κάθομαι στο γραφείο μου. Ανάβω τσιγάρο. Θέλω επειγόντως διακοπές. Σκέφτομαι. Να φύγω από εδώ. Να σταματήσω το χρόνο – ναι φυσικά και μπορώ να το κάνω – είμαι παντοδύναμος. Θα μπορούσα να πω επίσης ότι είμαι και αθάνατος αλλά θα ήταν αμαρτία μεγάλη. Η ώρα περνάει. Τα δάχτυλά μου γλιστρούν ανάμεσα στα γράμματα και το παράπονο ήρθε πάλι να με βρει. Μοναξιά. Γιατί;
Κωνσταντίνος Ιωακειμίδης