Τα μάτια του δράκου
Στέκεσαι με απορία μπροστά σε έναν κόσμο που έγινε συντρίμμια για σένα, αναζητάς το δικό σου σπιτάκι αλλά δεν υπάρχει. Μόνο συντρίμμια γύρω σου. Στέκεσαι και αναρωτιέσαι γιατί «κάποιοι» αποφάσισαν να «αλλάξουν» τη ζωή σου, να αλλάξουν ακόμα και την ψυχή σου, ό,τι είχες πριν και νόμιζες πως αυτή είναι η ζωή, χωρίς να σε σκεφτούν.
Ποιος θα σκύψει κοντά σου; Ποιος θα αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς σου; Ποιος θα σε βοηθήσει να καταλάβεις το «γιατί», ποιος θα σε αγκαλιάσει και θα γιατρέψει τις πληγές σου; Κάποιος πρέπει να σου σκουπίσει τα δάκρυα, να σε κάνει να ξεχάσεις αυτό που ζεις και να συνεχίσεις το παιχνίδι σου. Να σε μάθει να αγαπάς τη ζωή και τους ανθρώπους και ας μην τους καταλαβαίνεις. Τι σημασία έχει για σένα ποιος έχει δίκιο και ποιος όχι; Αλήθεια, αυτές τις στιγμές τι σημασία έχει;
Μικρό παιδάκι, φοβισμένο προσπαθείς να καταλάβεις τους ανθρώπους, προσπαθείς να καταλάβεις γιατί σταμάτησες να παίζεις ανέμελα, ξέγνοιαστα, παιδικά, χαρούμενα. Οι άνθρωποι ξαφνικά μοιάζουν στα μάτια σου σαν τους κακούς γίγαντες ενός παραμυθιού, σαν τους δράκους που πετάνε φωτιές από το στόμα τους. Όταν το ανοίγουν, μοιάζει έτοιμο να καταπιεί κάθε ανυπεράσπιστο πλάσμα…
Μοιάζει ο χρόνος να σταμάτησε για σένα, σε εκείνο το στιγμιότυπο που είδες τη φωτιά να βγαίνει από το στόμα του δράκου, την ώρα που τα μάτια του πετούσαν σπίθες με μοχθηρία και αποφασιστικότητα να καταστρέψουν τα πάντα γύρω του και εσύ φώναζες με όλη την ψυχή σου φοβισμένο: Δε θέλω να πεθάνω.
Αναζητάς το σπιτάκι σου, τη ζωή σου, χωρίς να καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου… Μήπως αυτό που βλέπεις, είναι άραγε κάποιο παραμύθι από αυτά που σου διηγήθηκαν, μήπως είναι κάποιο παιχνίδι που στο τέλος του θα γίνει κάτι καλό; Μήπως ο κακός δράκος ξεψυχήσει στα πόδια ενός καλού πολεμιστή; Ξέρεις, από εκείνους που προστατεύουν τα παιδάκια, προσπαθούν και μάχονται για έναν καλύτερο και ειρηνικό κόσμο περισσότερο, γιατί αγαπούν την ψυχή των παιδιών. Σέβονται το μέλλον τους και θέλουν να τους προσφέρουν αυτά που έχουν πραγματικά ανάγκη. Αυτά που χρειάζεται η παιδική ψυχή, το αύριο της ζωής τους που κανείς δεν το υπολογίζει, αδιαφορώντας για το κακό που γίνεται, γκρεμίζει το δικό τους κόσμο.
Αναρρωτιέσαι ακόμα, μήπως στο τέλος του παραμυθιού έρθει η καλή νεράιδα να σε πάρει. Ο δράκος δε θα υπάρχει πια για να σε απειλεί, οι γονείς σου θα τρέξουν να σε αγκαλιάσουν και θα γυρίσεις στο σπίτι και στον όμορφο κόσμο σου μαζί τους, χαρούμενο.
Τα παραμύθια έχουν τόσο όμορφο τέλος, σκέφτεσαι! Δεν μπορεί να είναι όλο αυτό αλήθεια, δεν μπορεί αυτό να συμβαίνει…
Φωνάζεις, αλλά η μικρή φωνούλα σου πνίγεται μέσα στους καπνούς και στις φωτιές που άναψαν οι σπίθες από τα μάτια του δράκου και εσύ με όλη σου τη δύναμη συνεχίζεις: Δε θέλω να πεθάνω… άνθρωποι…
Μαριάνθη
Πόσο δυσάρεστο Μαριαθνη μου.. αλλά ταυτοχρόνως πόσο αληθινό..
Η αλήθεια είναι πως δεν υπολογίζει κανείς τα τραύματα που δημιουργούνται στις παιδικές ψυχές δυστυχώς.