Ο Κύριος Ατσαλάκωτος – μέρος 4ο

Πετάω…
Μισάνοιξε τα μάτια του, τόσο όσο… εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Τόση ώρα άκουγε τις σκέψεις της. Πόσο τρελό να καταλαβαίνεις τις σκέψεις του άλλου χωρίς να πει ούτε λέξη… Ένιωθε το βλέμμα της πάνω του, άκουγε τις ανάσες της, αφουγκραζόταν το χαμόγελό της, καταλάβαινε τη στιγμιαία θλίψη της. Εκείνη ήταν εκείνος και εκείνος ήταν εκείνη. Δύο καθρέφτες ο ένας απέναντι στον άλλο.
Σκέψεις τον γύρισαν καιρό πριν. Τότε που με επιτυχία φορούσε τη μάσκα του Ατσαλάκωτου, συσπάστηκε το πρόσωπό του: «κος Ατσαλάκωτος», νόμιζαν ότι δεν είχε καταλάβει την ταμπέλα που του είχαν κολλήσει. Πώς να τους θυμώσει, άλλωστε, ο ίδιος την είχε κερδίσει με το σπαθί της υποκρισίας του. Το άξιζε. Κάτω από τη μάσκα του Ατσαλάκωτου έχωνε κάθε βράδυ τα συναισθήματα, τα όνειρα, τις ανάγκες του. Σα να έβαζε ό,τι σκούπιζε κάτω από το χαλί. Δε φαίνονταν αλλά υπήρχαν εκεί να του σφίγγουν την καρδιά κάθε βράδυ που ξάπλωνε. Γύριζε πλευρό αλλά και εκείνα άλλαζαν μαζί του. Τα ανείπωτα γίνονται θηλιά στο λαιμό. Πουθενά δεν ένιωθε ότι ταίριαζε. Από παντού ήθελε να φύγει. Όπου και να πήγαινε η θηλιά στο λαιμό συνέχιζε να τον σφίγγει. Και στην πιο ψηλή κορφή ένιωθε ότι το οξυγόνο δεν έμπαινε με ορμή να γεμίσει τα στήθια του.
Και ο καιρός περνούσε χωρίς χρώματα. Ένα καλοκουρδισμένο ρομποτάκι που λειτουργούσε πλέον μηχανικά. Είχε συνηθίσει τόσο τη μάσκα που φορούσε και τη θηλιά που τον έπνιγε που δεν τον ενοχλούσαν πλέον, ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Και οι έρωτες της ζωής του… πάντα με όριο. Νόμιζε ότι φοβόταν την απόρριψη αλλά πολλές φορές είναι το ναι αυτό που φοβόμαστε: Πώς να διαχειριστείς κάτι που δε γνωρίζεις; Ο φόβος βάζει τις μεγαλύτερες τρικλοποδιές.
Αφημένος στη ροή, παραδομένος στους φόβους του, άφηνε τις γυναίκες να τον διεκδικούν. Εκείνος απλά έκανε την επιλογή. Όταν κάποιες φορές συναντούσε κάποια που να σπάει τις άμυνές του μαζευόταν. Συρρικνωνόταν η ψυχή του κάτω από τη μάσκα του Ατσαλάκωτου. Μούδιαζε το κορμί του κάθε φορά που πήγαινε να κάνει ένα βήμα μπροστά. Και βούλιαζε στην καθημερινότητα ο κος Ατσαλάκωτος. Και είχε τόσα να δείξει και να πει, αλλά κουτουλούσαν πάνω στη γυάλινη βιτρίνα του. Είχε ξεχάσει ακόμα και ποιος ήταν. Είχε θυσιάσει τη ζωή του στο βωμό της ευτυχίας των άλλων. Είχε ο ίδιος κάνει την τελετή: Άκουγε τα ταμπούρλα να βαράνε από τα όνειρα και τις προσδοκίες τους. Εκείνος, κρατώντας τη ζωή του στα χέρια με αργές κινήσεις την άφησε πάνω στο βωμό.
Όλα αυτά μέχρι εκείνη τη στιγμή που μπήκε εκείνη, δειλά μέσα στο γραφείο του, το βλέμμα της πυρπόλησε την ψυχή του. Η βιτρίνα του ράγισε λίγο πριν γίνει κομμάτια. Και όλα τα ανείπωτα έγιναν λάβα καυτή που ζητούσε διαφυγή. «Στάσου, μη φεύγεις» άκουσε τον εαυτό του να λέει λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. Και εκείνη δεν έφυγε. Και το “ναι” που τόσο φοβόταν έγινε τα φτερά που είχε κόψει πριν καιρό. Ήταν το μαχαίρι που έκοψε τη θηλιά γύρω από το λαιμό του.
Και την ώρα που άνοιγε τα φτερά του και πετούσε, άκουγε τον ήχο από τη βιτρίνα του κου Ατσαλάκωτου που γινόταν κομμάτια. Και τότε άρχισε να γελάει όπως δεν είχε γελάσει ποτέ ξανά. Έκανε μερικούς γύρους γύρω από τα σπασμένα κομμάτια. Πλέον, μόνο Φίλιππος. Απελευθέρωση.
Στο εδώ και στο τώρα, ο απλά Φίλιππος κούρνιασε στην αγκαλιά της σα μικρό παιδάκι και όλοι οι αναστεναγμοί της καρδιάς του έγιναν αετοί και πέταξαν από το ανοιχτό παράθυρο, ψηλά στον ουρανό, προς τον ήλιο, εκεί που συνάντησαν τους δικούς της και άρχισαν να πετάνε αρμονικά , δίπλα από επιλογή, ελεύθεροι, τόσο όσο για να ζητάνε συνεχώς ο ένας τον άλλο. Εκεί ψηλά, μαζί…
Κάποιοι περαστικοί, εκείνο το πρωινό, ισχυρίστηκαν ότι είδαν σκιές αετών να πετάνε κυκλικά προς τον ήλιο. Τρελούς τους αποκάλεσαν: Ποιος είδε ποτέ τόσους αετούς μέσα στην πόλη να πετάνε χωρίς να φοβούνται…
Between the world of earth and sky
There’s a place where eagles fly
There you’ll find my heart and soul
carried on the wind
And in you, I believe,
so the time I spent waiting
Is a moment passing, not a minute more
All the years that passed never changed my mind
What will be for us, will be in time
All the dreams we have, one day will come true
Where eagles fly, I will wait for you
Here I’ll pass the night
With many battles left to fight
I’ll see the sunrise once again
On a distant shore
Άννα Μουσογιάννη